Σε όλη την Ήπειρο,
αλλά και σε πολλά μέρη της Μακεδονίας, την Κυριακή του Πάσχα, αλλά και καθ όλη
τη διάρκεια της άνοιξης αναβιώνει το έθιμο του Ζαφείρη. Το όνομα ποικίλει από
τόπο σε τόπο, αλλού το λένε Μαγιόπουλο, αλλού Φουσκοδέντρι.
Ο Ζαφείρης παίζεται ως εξής: μικρά παιδιά, κυρίως
κορίτσια, παίζουν στα λιβάδια την ανάσταση του Ζαφείρη.
Το Ζαφείρη υποδύεται ένα παιδί, που παριστάνει το νεκρό,
ενώ τα άλλα παιδιά μαζεύουν λουλούδια, χλόη και φύλλα και στολίζουν με αυτά το
«νεκρό», ενώ τον μοιρολογούν με οδυρμούς, κρατώντας καλάμια αντί για
λαμπάδες:
Για ειδέστε νιο που ξάπλωσα, για ειδέστε κυπαρίσσι!
Δε σειέται, δε λυΐζεται, δε σέρν τη λεβεντιά του.
Ποιος σο κοψε τις ρίζες σου και στέγνωσ η κορφή
σου;
Τι μο καμες, λεβέντη μου, τι μο καμες, ψυχή μου!
Μη να ναι και χινόπωρο, μη να ναι και χειμώνας;
Τώρα να ρθει η άνοιξη να ρθει το καλοκαίρι,
παίρνουν κι ανθίζουν τα κλαδιά κ οι κάμποι
λουλουδίζουν,
έρθαν πουλιά της άνοιξης, έρθαν τα χελιδόνια,
για κ η μεγάλη Πασχαλιά με το Χριστός Ανέστη,
που ντυούνται νιοι στα κόκκινα, γερόντοι στα
μουρέλια,
κ εσύ, μωρέ λεβέντη μου, μέσα στη γη τη μαύρη,
πού να σειστής, να λυϊστής, να σύρς τη λεβεντιά
σου;
Ξεσφάλισε τα μάτια σου!
Επειτα όλα τα παιδιά μαζί φωνάζουν: Σήκου, Ζαφείρη, σήκου! και ο Ζαφείρης,
ανασταίνεται, ξεπετιέται απότομα από το στολισμένο νεκροκρέβατο του και κυνηγά
με φωνές και γέλια τα υπόλοιπα παιδιά, που τρέχουν με όλη τους τη δύναμη
μακριά. Όποιον πιάσει ο Ζαφείρης με τη σειρά του θα γίνει ο νεκρός Ζαφείρης,
είτε αμέσως, είτε την επόμενη χρονιά, ανάλογα με την όρεξη για παιχνίδι.
Σε ορισμένες περιοχές τη θέση του παιδιού, παίρνει ένα
ξύλινο ομοίωμα, ένα είδος σκιάχτρου, που πρώτα το έπαιρναν μαζί τους στην
εκκλησία να διαβαστεί, να λειτουργηθεί. Μετά το έθαβαν κάτω από πρασινάδες, και
λουλούδια, το στόλιζαν με τιμές, κλάματα κι οδυρμούς και στο τέλος του
τραγουδιού το ανάσταιναν και τραγουδούσαν τρέχοντας και χορεύοντας στα χωράφια.