Προλεγόμενα
Στους πρώτους μήνες ώσπου να εκραγεί ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος προσπαθούσαν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις να σταθεροποιήσουν η καθεμιά την επιρροή της στις βαλκανικές χώρες. Συγχρόνως σχηματίστηκαν τα ακόλουθα δύο πεδία: Η Σερβία διατηρούσε στενές σχέσεις με τη Ρωσία και τις δυνάμεις της Entente καθώς επίσης και με τη Ρουμανία, Μοντενέγρο και την Ελλάδα. Η Αυστρία και η Βουλγαρία χαρακτηριζότανε ως εχθρικές. Η Βουλγαρία και η Τουρκία έκλιναν προς τη Γερμανία ενδεχομένως και την Αυστρία.
Η μοναδική βαλκανική δύναμη, που κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων δεν ήλθε σε σύγκρουση με τις μεγάλες δυνάμεις, ήτανε η Ελλάδα. Αν και οι δυτικές δυνάμεις λογάριαζαν την Ελλάδα στη ζώνη της δικής τους επιρροής, αλλά μετά την αλλαγή στην κορυφή της Πολιτείας αυτό δεν ήτανε πλέον σίγουρο. Τον Μάρτιο του 1913 ήτανε ο βασιλιάς Γεώργιος ο πρώτος που δολοφονήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Νέος Έλληνας βασιλιάς έγινε ο Κωνσταντίνος.
Ο πρώην βασιλιάς Γεώργιος ο πρώτος κατά τη διάρκεια της βασιλείας του είχε πάντα στην εξωτερική του πολιτική στενές σχέσεις με την Μεγάλη Βρετανία, καθότι εξαρτιόνταν η ελληνική μοναρχία από τη Μεγάλη Βρετανία.
Ο γεννηθείς το 1868 Κωνσταντίνος είχε όμως γερμανόφιλες κλίσεις. Την δεκαετία του 80 είχε πάρει μία στρατιωτική εκπαίδευση σε μορφή ιδιωτικών μαθημάτων και ανήκε στην στρατιωτική Ακαδημία μόνο τυπικά. Το 1888 ταξίδεψε ο Κωνσταντίνος τη Γερμανία, επισκέφτηκε το πανεπιστήμιο της Χαϊδεμβέργης και Λειψίας, όπου άκουσε παραδόσεις γενικής μόρφωσης. Μερικές εβδομάδες ασχολήθηκε με στρατιωτικές σπουδές στην στρατιωτική Ακαδημία της Πρωσίας, όπου βέβαια έλαβε ιδιωτικό μάθημα, χωρίς αποπεράτωση με εξετάσεις.
Τον ίδιο χρόνο αρραβωνιάστηκε με την Σοφία από την Πρωσία, την αδελφή του Κάιζερ Wilhelm του Δευτέρου, που παντρεύτηκε το έτος 1889. Από την εποχή της διαμονής του στη Γερμανία ήτανε φλογερός θαυμαστής των γερμανών στρατιωτικών.
Στον έλληνα-τουρκικό πόλεμο του 1897 οδηγούσε σε επιχειρήσεις στη Θεσσαλία τις ατυχείς ελληνικές μεραρχίες, που οδηγήθηκαν στην ήττα. Το 1900 και σε ηλικία 32 ετών έγινε παρόλη την ελλιπή εμπειρία ανώτατος αρχηγός των ελληνικών στρατευμάτων και έλαβε την εντολή να τα μεταρρυθμίσει.
Τα μεταρρυθμιστικά μέτρα του Κωνσταντίνου των επόμενων ετών καθυστερούσαν και τα καθυστερούσαν οι πολιτικοί, αλλά η πολιτική του προσωπικού ενοχλούσαν τα πνεύματα που ήτανε ερεθισμένα. Αυτός είχε δημιουργήσει κατά το γερμανικό πρότυπο ένα γενικό επιτελείο, όπου τοποθέτησε αξιωματικούς της δικής του προτίμησης, που δεν είχαν τις απαραίτητες ικανότητες.
Η τοποθέτηση των αδελφών του διαδόχου σε θέσεις επιρροής στο στρατό έδωσαν την ευκαιρία για περισσότερη κριτική. Σε αυτό προστέθηκε, ότι ο Κωνσταντίνος προτιμούσε το πυροβολικό και αξιωματικούς σκαπανέων απ΄ ότι το πεζικό. Έτσι απαιτούσε η στρατιωτική ηγεσία να απομακρυνθεί ο διάδοχος από την ηγεσία του στρατεύματος. Μετά την απόλυση προσπάθησε ο Κάιζερ Βίλχελμ ο Δεύτερος να έλθει σε βοήθεια? Γερμανοί διπλωμάτες διατηρούσαν στενές επαφές με τον Θεοτόκη, που χαρακτηριζότανε ως γερμανόφιλος και προσπαθούσαν να τορπιλίσουν εκείνη τη γαλλική στρατιωτική αποστολή.
Ο Κωνσταντίνος φοβότανε ότι διαμέσου της παρουσίας των Γάλλων αξιωματικών θα μπορούσε να λάβει ο ρεπουμπλικανισμός στο στράτευμα νέα ώθηση. ΄Οταν επικράτησε η στρατιωτική Ένωση, ο Κάιζερ είχε τόσο πολύ οργιστεί, όπου αρνήθηκε αμέσως μία ελληνική επιθυμία δανείου. Ο Βενιζέλος προσπάθησε να έλθει σε μία συμφιλίωση με τον Κωνσταντίνο, όπου τον έκανε Γενικό επιθεωρητή, ώστε να τον φοβούνται λιγότερο. Ο Κωνσταντίνος εξακολουθούσε να μην αναγνωρίζει τις επιδόσεις της γαλλικής αποστολής.
Παρακάτω Ιστορία του ελληνικού Έθνους
Από το 1913 ως το 1941
Γεώργιος Χριστόπουλος, Ιωάννης Μπαστιάς, Αθήνα 1978
Ιστορική ανασκόπηση
Η περίοδος αυτή υπήρξε η κρισιμότερη στην Ελλάδα για τον ελληνισμό. Το Ελληνικό Έθνος έζησε ύστερα από τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, την τρομερή Μικρασιατική καταστροφή. Ύστερα από τους βαλκανικούς πολέμους η Ελλάδα είχε ανάγκη ειρήνης.
Η πορεία όμως της παγκόσμιας ιστορίας υπαγόρευε άλλα. Ο παγκόσμιος πόλεμος, που άρχισε το 1914, έθεσε την Ελλάδα εμπρός σε οξύτατο πρόβλημα. Εκδηλώθηκαν τότε δύο τάσεις εξωτερικής πολιτικής: η πρώτη, για συμμετοχή στον πόλεμο εναντίον των κεντρικών αυτοκρατοριών, υπαγορευμένη από την συμμαχική υποχρέωση προς την Σερβία, αλλά και από την πεποίθηση για νίκη της Αγγλίας και της Γαλλίας και τη θετική έτσι ελπίδα για εξασφάλιση των εθνικών δικαίων και η δεύτερη για τη τήρηση της ουδετερότητας, υπαγορευμένη από την πρόβλεψη για νίκη της Γερμανίας και από την επιθυμία για ειρηνική εργασία προς αξιοποίηση των κεκτημένων.
Με βάση τις δύο αυτές αντίρροπες τάσεις της εξωτερικής πολιτικής αποκρυσταλλώθηκαν δύο πολιτικές παρατάξεις. Ο Βενιζέλος υπολόγιζε σε μια προσωρινή ουδετερότητα περιμένοντας νέες εξελίξεις ή αποβλέποντας στη δημιουργία των απαραίτητων προϋποθέσεων για την έξοδο της Ελλάδας στο πλευρό των Δυνάμεων της Entente.
Η ανάμιξη της Βρετανίας στον πόλεμο, ενθάρρυνε τον Βενιζέλο στην άποψή του υπέρ της εξόδου της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Entente. Η βασική του πολιτική καθοριζόταν από την πεποίθησή του, ότι άσχετα από την έκβαση του πολέμου στην κεντρική Ευρώπη, η Βρετανία θα παρέμεινε κυρίαρχη στην Εγγύς Ανατολή. Γι΄ αυτό οι τύχες της Ελλάδας ήταν συνδεδεμένες με τις Δυτικές Δυνάμεις και ιδιαίτερα με τη Βρετανία.
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος αντίθετα, θεωρούσε την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, ως αποκλειστικό προνόμιο του στέμματος και πίστευε στο αήττητα του γερμανικού στρατού.
Στην πεποίθησή του αυτή τον ενίσχυσαν η βασίλισσα Σοφία, το Γενικό Επιτελείο και ο σύμβουλός του και υπουργός των εξωτερικών ως τον Αύγουστο του 1914 Γ. Στρέϊτ, έτσι κατέληξε σε διαφωνία με τον πρώην πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο για τη στάση που έπρεπε να τηρήσει η Ελλάδα στην παγκόσμια σύρραξη. ΄Οπως τονίζουν οι περισσότεροι αναλυτές εκείνης της εποχής, η διαφωνία αυτή αποτέλεσε την κυριότερη αιτία του εθνικού διχασμού που ταλαιπώρησε το έθνος επί μία 2Οετία και πλέον και υπήρξε ο κύριος συντελεστής της Μικρασιατικής καταστροφής. Εξάλλου για τον ίδιο λόγο βασικά απομακρύνθηκε δύο φορές από τον θρόνο ( 1917 και 1922)και οδηγήθηκε στην εξορία.
Στην μακροχρόνια διαφωνία για τη στάση της Ελλάδας απέναντι στον πόλεμο, προστέθηκαν οι συγκροτημένες ως τότε αντιθέσεις εσωτερικής πολιτικής, ιδεολογικές και προσωπικές. Το βαρύ πολιτικό κλίμα επιδεινώθηκε με εκείνες τις βασιλικές πρωτοβουλίες, που κρίθηκαν αντισυνταγματικές, αλλά και με ενέργειες και των δύο εμπόλεμων συνασπισμών, μειωτικές της ανεξαρτησίας της Ελλάδας. Η χώρα έτσι οδηγήθηκε στο διχασμό, και που διάρκεσε δύο τουλάχιστον δεκαετίες και εκτός από τα άλλα δεινά προκάλεσε και την Μικρασιατική καταστροφή. Ο Δημήτριος Γούναρης, που σχημάτισε την πρώτη κυβέρνηση την 7. Μαρτίου 1915, είχε αρχικά εμφανιστεί στην βουλή του 1906 ως κοινωνικός και οικονομικός μεταρρυθμιστής, αλλά κατά την περίοδο που ακολούθησε είχε στραφεί προς πιο συντηρητικές θέσεις και οπωσδήποτε συμφωνούσε με την ουδετερόφιλη στάση του βασιλιά Κωνσταντίνου.
Στα μέσα Μαϊου οι σύμμαχοι έστρεψαν τις διαπραγματεύσεις προς τη Σόφια, που οι σύμμαχοι έτρεφαν ακόμα την ελπίδα ότι θα μπορούσαν να πείσουν τη Βουλγαρία για να μπει στον πόλεμο, αν της προσέφεραν ικανοποιητικά ανταλλάγματα. Ταυτόχρονα πληροφόρησαν την Αθήνα, ότι αν η Ελλάδα έμενε ουδέτερη οι σύμμαχοι ήταν έτοιμοι να προσφέρουν στη Βουλγαρία τις καλές τους υπηρεσίες για την απόκτηση της Καβάλας, της Δράμας και των Σερρών. ΄Οπως φαίνεται αυτές οι αρχικές πιέσεις δεν επηρέασαν την κατάσταση στην Αθήνα. Μέχρι τότε, ο Γούναρης χειριζότανε και τα εξωτερικά και τα εσωτερικά προβλήματα της χώρας με πολύ μεγάλη αδεξιότητα, γιατί ο βασιλιάς έπαιρνε όλες τις σοβαρές αποφάσεις κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας Γούναρη. Η αρρώστια του βασιλιά και η τότε κατάσταση στα Βαλκάνια υποβοηθούσε την στάση ουδετερότητας της κυβέρνησης.
Ολα όμως άλλαξαν, όταν το τέλος Μαΐου οι σύμμαχοι πρόσφεραν στη Βουλγαρία, ασφαλώς για την άμεση παρέμβαση εναντίον της Τουρκίας – την Ανατολική Θράκη, μέρος της Σερβικής Μακεδονίας και την υποστήριξη της για την εκχώρηση της Καβάλας υπό τον όρο η Ελλάδα θα αποζημιωνόταν στην Μικρά Ασία. Η Αθήνα διαμαρτυρήθηκε τότε πολύ έντονα.
Οι συμμαχικές προσφορές σε βάρος της Ελλάδας έδωσαν στον αντιβενιζελικό τύπο και στη γερμανική προπαγάνδα τα όπλα ακριβώς που χρειαζόταν.
Αν θελήσει να κάνει σκέψης κανείς, θα παρατηρήσει, ότι στην πραγματικότητα, αυτή η πολιτική πίεσης της Entente στα Βαλκάνια και ιδιαίτερα το ζήτημα της εκχώρησης Καβάλας της Καβάλας βοήθησαν περισσότερο στο να στραφεί εναντίον της η ελληνική κοινή γνώμη, παρά να ευνοηθούν οι ενέργειες της ουδετερόφιλης γερμανικής προπαγάνδας. Η Γερμανία δεν μπορούσε να είχε διαλέξει ευνοϊκότερη περίοδο από τον Αύγουστο του 1915, για να πάρει την πρωτοβουλία να εξασφαλίσει την ουδετερότητα της Ελλάδας, όπου και είχε υποσχεθεί η Γερμανία στο βασιλιά τη Β. Ήπειρο και την υποστήριξη της στην εξασφάλιση της τουρκικής συγκατάθεσης για την παραχώρηση των Δωδεκανήσων.
Ο βασιλιάς δεν αποκάλυψε τις μυστικές του συμφωνίες με τη Γερμανία και την πρόθεσή του να μην τηρήσει τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει η Ελλάδα απέναντι στη Σερβία. Από την άλλη μεριά ο Βενιζέλος δεν άφησε καμιά αμφιβολία για τις προθέσεις του να επέμβει στην περίπτωση βουλγαρικής επίθεσης εναντίον της Σερβίας, που φαινόταν να επίκειται.
Οι πολιτικοί συνδυασμοί του εμφανίστηκαν μετά τις εκλογές του Μαϊου 1915 και την επιστροφή του Βενιζέλου, κατά το τέλος του καλοκαιριού έριξαν φως σε ορισμένες διαδικασίες. Η κρίση επήλθε λόγω των αντίθετων τάσεων της εξωτερικής πολιτικής που εκδηλώθηκε σε μία πολλαπλή σύγκριση: τη συνταγματική κρίση ανάμεσα στο θρόνο και τις υπεύθυνες πολιτικές αρχές για την κατεύθυνση που έπρεπε να πάει η εξωτερική πολιτική., τη σύγκριση ανάμεσα στις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές και μια συνδυασμένη επίθεση εναντίον του Βενιζέλου, και του μετριοπαθούς μεταρρυθμιστικού του κόμματος από τις συνδυασμένες δυνάμεις του θρόνου, της στρατιωτικής γραφειοκρατικής και εκκλησιαστικής ιεραρχίας και τα συντηρητικά και αντιδραστικά πολιτικά στοιχεία, σ.28.
Εκείνο που ένωνε τα συντηρητικά και αντιδραστικά στοιχεία που συσπειρώθηκαν γύρω από το βασιλιά δεν ήτανε τόσο η θέση τους απέναντι στην εξωτερική πολιτική, όσο τα αντιβενιζελικά και αντιφιλελεύθερα αισθήματά τους.
Οι πρώτες επαφές του Βενιζέλου με το βασιλιά, μετά την επάνοδό του στην εξουσία, δεν έφεραν κανένα αίσιο αποτέλεσμα. Η απόβαση των πρώτων άγγλο – γαλλικών στρατιωτικών μονάδων στη Θεσσαλονίκη είχε αρχίσει λίγες ώρες πριν από την παραίτηση του Βενιζέλου.
Παράλληλα ο Μεταξάς και άλλα επιτελικοί σκεφτόταν το ενδεχόμενο μιας συμμαχίας με τη Γερμανία. Τέτοια ήταν η επικρατούσα κατάσταση στην Ελλάδα τότε, που ο Denys Cochin, μέλος της γαλλικής κυβέρνησης σε αποστολή στην Ελλάδα, δεν έβλεπε άλλη λύση του ελληνικού προβλήματος, παρά την εκθρόνιση του βασιλιά. Ο Μεταξάς μάλιστα έφτασε στο σημείο να πληροφορήσει το Βενιζέλο, ότι η Αθήνα θα ανεχόταν ακόμα και την κατάληψη της Καβάλας καθώς και άλλων παραλιακών περιοχών., σ. 35.
Τέτοιες ήταν οι διαθέσεις της ; , ώστε ο Μεταξάς και ο Γερμανός στρατιωτικός ακόλουθος συζητούσαν ακόμα και το ενδεχόμενο εξόντωσης του Βενιζέλου., σ.36. Οι εξελίξεις από την κυβέρνηση Ζαϊμη, 29 Αυγ. με Σεπτέμβριο ώσπου να υποβάλει την παραίτησή του και τη μάχη των Αθηνών, την ίδια μέρα ακριβώς η Καβάλα και το 4ο σώμα στρατού παραδόθηκαν στους βουλγάρους. Η κατάσταση στην Ανατολική Μακεδονία είχε ως το τέλος Αυγούστου, χειροτερεύσει. Τα περισσότερα ελληνικά φυλάκια προς βορρά της Καβάλας, είχαν ήδη περικυκλωθεί από τις βουλγαρικές δυνάμεις και μόνο μια μεραρχία κατάφερε να διαφύγει από το βουλγαρικό κλοιό και να φθάσει στο αρχηγείο του 4ου στρατού στην Καβάλα, στις 22 Αυγούστου/ 4.Σεπτεμβρίου . Ήδη όμως η Καβάλα βρισκόταν στο έλεος των βουλγάρων. Οι ελληνικές αρχές στην Ανατολική Μακεδονία, ενεργώντας σύμφωνα με διαταγές από την Αθήνα είχαν παραχωρήσει στους βουλγάρους, όλες τις διευκολύνσεις που ζήτησαν και απέφυγαν καθετί που θα μπορούσε να προκαλέσει προστριβές. ,σ. 39.
Από το άλλο μέρος παρά τις διαβεβαιώσεις του Βερολίνου, οι βούλγαροι επιζητούσαν μια πρόφαση για να επιτεθούν και να καταστρέψουν τα υπολείμματα των ελληνικών δυνάμεων και να εκδιώξουν το ελληνικό στοιχείο.,σ.39.
Ήταν πλέον ολοφάνερο πως οι βούλγαροι είχαν ως αντικειμενικό τους σκοπό την κατάληψη της Καβάλας, αλλά ο διοικητής του 4ου σώματος στρατού συνταγματάρχης Χατζόπουλος είχε διαταγές από την Αθήνα να μην αντισταθεί σε προσπάθεια των βουλγάρων να καταλάβουν θέσεις γύρω από την πόλη ούτε είχε άλλωστε αρκετές δυνάμεις για να αντισταθεί σε βουλγαρική επίθεση. Έτσι όταν δέχθηκε τελεσίγραφο από τους Γερμανό / βουλγάρους να παραδώσει την πόλη και τις δυνάμεις του δεν είχε άλλη εκλογή παρά να παραδοθεί ή να προσχωρήσει στην Εθνική Αμυνα. Ο Χατζόπουλος διάλεξε το πρώτο. Ένα μεγάλο μέρος της 6ης μεραρχίας, κάτω από τον συνταγματάρχη Χριστοδούλου ήταν έτοιμο να προσχωρήσει στο κίνημα της Θεσσαλονίκης, αλλά ο Χατζόπουλος απαγόρευσε στις δυνάμεις του να προσχωρήσουν.,σ.39.
Μόνο 3500 άνδρες κατάφεραν να διαφύγουν στη Θάσο και να ενωθούν με το κίνημα της Εθνικής Αμυνας, το υπόλοιπο του 4ου σώματος, 400 αξιωματικοί και 6.000 έξι χιλιάδες άνδρες, παραδόθηκαν στους Γερμανό/ βουλγάρους. Πέτυχε όμως ο Χατζόπουλος να μην παραμείνουν αιχμάλωτοι των Βουλγάρων, αλλά να τεθούν υπό περιορισμό στο GOERLITZ της Γερμανίας, ως το τέλος του πολέμου.
Η κατάληψη της Καβάλας και πάνω από όλα η αιχμαλωσία των ελληνικών δυνάμεων συγκλόνισε την Αθήνα . Η Αθήνα ζήτησε από το Βερολίνο να επιτρέψει την επάνοδο των ανδρών του 4ου σώματος, αλλά οι ενέργειες αυτές ήταν πια ενέργειες απελπισίας. Η τραγική τύχη της Ανατολικής Μακεδονίας και των ελληνικών δυνάμεων ήταν καθαρά αποτέλεσμα του Κωνσταντίνου.,σ.39. Η κυβέρνηση Καλογεροπούλου που σχημάτισε στις 3 Σεπτεμβρίου 1916, όπως και μερικοί από τους υπουργούς του, επιθυμούσαν ειλικρινή συνεννόηση με τους συμμάχους.
Η στάση αυτή της κυβέρνησης Καλογεροπούλου την οδήγησε σε διαφωνία με τον Κωνσταντίνο και σε παραίτηση 24 μόλις ημέρες από τον σχηματισμό της, 27 Σεπτεμβρίου. Η άρνηση του Κωνσταντίνου να κινηθεί ακόμα και μετά την κατάληψη της Καβάλας, ανάγκασε το Βενιζέλο να κάνει το τελευταίο βήμα προς την επανάσταση. ΄Οταν λοιπόν απέτυχε και η τελευταία προσπάθειά του να πείσει των Κωνσταντίνο να κινηθεί κατά της Βουλγαρίας, έφυγε από την Αθήνα 13/26 του μηνός με 100 εκατό περίπου πολιτικούς και στρατιωτικούς συνεργάτες του ,σ. 40. Μετά την εγκαθίδρυση της προσωρινής κυβέρνησης στις 26 Σεπτ./9 Οκτωβρίου ο Βενιζέλος ανέλαβε τη διοίκηση των δυνάμεων της Εθνικής Αμυνας.
Τον Ιούνιο του 1917 ο βασιλιάς Κωνσταντίνος απομακρύνθηκε από το θρόνο Βασιλιάς ορκίστηκε ο Αλέξανδρος την επόμενη της αναχώρησης του πατέρα του στο εξωτερικό και η κυβέρνηση Βενιζέλου εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Παρά τις αντιδράσεις, η κυβέρνηση αυτή δημιούργησε ισχυρό στρατό, που συνέβαλε πρωταγωνιστικά για τη νίκη των συμμάχων στο Μακεδονικό μέτωπο.
Το πολιτικό στρατιωτικό κίνημα της Θεσσαλονίκης του Αυγούστου 1916 εγκαινίασε, λίγο αργότερα, τη συμμετοχή των ελληνικών δυνάμεων στον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας και της Βουλγαρίας. Επί εννιά μήνες το ελληνικό κράτος ήταν διασπαρμένο, με δεύτερη κυβέρνηση, προσωρινή στη Θεσσαλονίκη, υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο Έτσι βρέθηκε η Ελλάδα κατά τη λήξη του πολέμου στην παράταξη των νικητών και με ισχυρούς τίτλους, που και αξιοποιήθηκαν στο διπλωματικό πεδίο για την ικανοποίηση των εθνικών δικαίων, σύμφωνα με την παραδοσιακή πολιτική της Μεγάλης Ιδέας , προσαρμοσμένης στις δυνατότητες και στις ευκαιρίες της ιστορικής στιγμής.
Κάτω από την πίεση των γεγονότων, η Γερμανία και η Αυστρό / Ουγγαρία ενέδωσαν στις βουλγαρικές πιέσεις και αναγνώρισαν την προσάρτηση της Ανατολικής Μακεδονίας από τη Βουλγαρία. Στο στάδιο, αυτό ακόμα και το ενδεχόμενο της προσάρτησης της Θεσσαλονίκης από τη Βουλγαρία αντιμετωπιζόταν από τους Γερμανούς και τους Αυστριακούς. Το ενδεχόμενο αυτό έμελλε να παίξει σοβαρό λόγο και να αποδειχθεί σημαντικό όπλο στα χέρια των κυβερνήσεων των Κεντρικών Δυνάμεων στις διαπραγματεύσεις τους με τη βουλγαρική κυβέρνηση για τη λύση διαφόρων ζητημάτων της . Το Βερολίνο θεωρούσε τη συμμαχία με τη Βουλγαρία ζωτικής σημασίας για την μελλοντική θέση της Γερμανίας στα Βαλκάνια και στην Εγγύς Ανατολή.
Έτσι η βαλκανική πολιτική της Γερμανίας στις αρχές του φθινοπώρου του 1917 δείχνει καθαρά ότι, πριν ακόμα διαμορφώσει ο Κωνσταντίνος τα σχέδιά του για αντεπανάσταση στην Ελλάδα, είχε ή και ακόμα χαθεί η Ανατολική Μακεδονία, ενώ η Θεσσαλονίκη ήταν στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες αυτές τα φιλόδοξα σχέδια του Κωνσταντίνου ήταν καταδικασμένα σε αποτυχία.,σ.54. 0 εκδιωχθείς βασιλιάς αποσκοπούσε σε μια μελλοντική γερμανό- βουλγαρική επίθεση κατά της Ελλάδας με σκοπό την εκδίωξη των Συμμάχων, την ανατροπή του Βενιζέλου και την αποκατάσταση του «νόμιμου» καθεστώτος, της χώρας, δηλαδή την παλινόρθωση του Κωνσταντίνου στο θρόνο. Στην επίθεση αυτή θα έπαιρνε μέρος και ο ίδιος ο βασιλιάς επικεφαλής του 4ου σώματος στρατού που βρισκόταν, όπως αναφέραμε στο GOERLITZ. To σπουδαιότερο όμως ζήτημα είναι, ότι η προετοιμασία της επίθεσης κατά της Ελλάδας και η επάνοδος του βασιλιά, θεωρήθηκε αντίθετη προς τα γερμανικά συμφέροντα.,σ.54.
Η ελληνική συμμετοχή στον πόλεμο, άρχισε με πολύ μικρές δυνάμεις το Σεπτέμβριο του 1916. Οι δυνάμεις αυτές αυξήθηκαν βαθμιαία και έφθασαν τελικά τις 11 μεραρχίες. Έτσι εξασφαλίστηκε τότε η υπεροχή των Συμμαχικών στρατευμάτων στο Μακεδονικό μέτωπο και έγινε δυνατή η μεγάλη επίθεση του Σεπτεμβρίου του 1918, που οδήγησε στη συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας, απαρχή της νίκης των Συμμάχων.,σ.55
Ο ελληνικός στρατός κατέλαβε με την έγκριση των Συμμάχων, τη Θράκη και την πόλη της Σμύρνης και περιοχή της Δυτικής Μικράς Ασίας. Με τη συνθήκη των Σεβρών του 1920 κατοχυρώθηκαν διπλωματικά οι εθνικές αυτές επιτυχίες. Στις βουλευτικές εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 καταψηφίστηκε ο Βενιζέλος. Η Ελλάδα, έτσι έχασε τον αναντικατάστατο εκπρόσωπό της στις σχέσεις με τις νικήτριες Δυνάμεις. Εξάλλου επανήλθε στο θρόνο ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, αν και χαρακτηρισμένος τότε ως εχθρός των νικητών συμμάχων.
Επακολούθησε μεταστροφή της πολιτικής τους, ιδίως των Γάλλων, προς την Ελλάδα και ενίσχυση των Τούρκων με πολεμικό υλικό.
Το αποτέλεσμα υπήρξε η κατάρρευση του Αυγούστου του 1922 της άμυνας του ελληνικού στρατού και η τραγωδία των χριστιανικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας και του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης, που εξεδιώχθησαν, οι περισσότεροι κάτω από μαρτυρικές συνθήκες από τις αρχαίες αυτές εστίες του Ελληνισμού, που περιγράφουμε στη σειρά των άρθρων μας.