Εισαγωγή
Δεν πρόκειται για αίνιγμα ή σπαζοκεφαλιά. Ασφαλώς, εκ πρώτης όψεως, ένα μυθικό όρος, ο Όλυμπος, ένας παρεξηγημένος λαϊκός ήρωας, ο καραγκιόζης, και μια Γαλλίδα ακαδημαϊκός, η Jacqueline De Romilly, δεν έχουν κάτι το κοινό. Όμως αυτό δεν εμποδίζει να αποτελέσουν τα μέρη μιας τριλογίας. Ποια είναι τώρα η εσωτερική ενότητα; το κοινό τους θέμα; Είναι το ηθικό, το πολιτισμικό, και η αναγκαία, αν όχι επείγουσα, πάντοτε όμως ενιαία, αντιμετώπιση. Εξ ης και ο τίτλος: «Προς τιμήν τους». Είτε αφορά τον Όλυμπο, με αφορμή τους επικείμενους χειμερινούς Ολυμπιακούς του 2006 είτε την επαναφορά του καραγκιόζη στο βάθρο του είτε την υπέργηρη ομότιμη καθηγήτρια της Σορβόννης και πρέσβειρα του Ελληνισμού.
1. Όλυμπος
«Η μητέρα λέξη των Ολυμπιακών. Για αυτή όμως τη λέξη, δεν ακούστηκε λέξη.»
Το βουνό αυτό που σήμερα είναι όριο μεταξύ της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, στα αρχαία χρόνια ήταν το δυτικό όριο της Θράκης. Δεν ξέρω αν το όνομά του είναι λέξη Θρακική, όπως λέει ο Στράβων, αλλά σίγουρα είναι προελληνική. Εκεί είναι οι λόφοι του Ορφέα, η γενέτειρά του, εκεί επίσης και ένας από τους τόπους λατρείας του. Τα Λείβηθρα, όπου οι διαμένουσες στα όμορα ενδιαιτήματα των χαραδρών Μούσες, ενταφίασαν τα λείψανά του.
Ένας ακόμη Όλυμπος υπήρχε στα ανατολικά, στη Θρακική Βιθυνία, στη σημερινή Προύσα της Τουρκίας. Όπως επίσης αλλού. Όλυμπος σημαίνει το ψηλό βουνό. Όπως όμως το ίδιο σημαίνει και η στενή συγγενής φωνολογικά όσο γλωσσολογικά λέξη «Άλπεις» η οποία έχει σαν κύρια ετυμολογική εκδοχή στις λατινογενείς γλώσσες της Ευρώπης, το «Altus», που και αυτό σημαίνει ψηλά. Εξ ου και το γνωστό Ολυμπιακό σύνθημα «Altius». Πιο ψηλά, δηλαδή.
Μπορεί οι Ολυμπιακοί της Αθήνας να ζημίωσαν πολύμορφα όλες χωρίς εξαίρεση τις περιφέρειες της χώρας και τα παιδιά της σοφής κόρης του Δία, να την έχουν τρελάνει. Μπορεί να γράφτηκαν για αυτά, πολλά. Κάποτε μάλιστα εκ του πονηρού. Όμως έχει γίνει μια επιπλέον ζημιά. Αυτή τη φορά στο γεμάτο με μύθους και χιόνια βουνό, το οποίο εκτός από «θεών έδος ασφαλές αιεί», κατά πως ψέλνει ο Όμηρος, είναι και κάτι άλλο. Η μητέρα λέξη των Ολυμπιακών. Για αυτή όμως τη λέξη, δεν ακούστηκε λέξη.
Όμως και πάλι δεν είναι αργά. Οι επικείμενοι χειμερινοί Ολυμπιακοί στο Torino αποτελούν την ευκαιρία να προταθεί στη ΔΟΕ η εξής ιδέα προς τιμήν του Ολύμπου. Προς τιμήν του τόπου. Να προβληθεί μια συγκεκριμένη τηλεοπτική και σημειολογική εικόνα. Τα τοπία με τις χιονισμένες Αλπικές πίστες να εναλλάσσονται, κατά τις απονομές των επάθλων, με τα χιονισμένα επίσης Ολύμπια τοπία {1}. Είθε να γίνει δεκτή η πρόταση, και να εξελιχθεί σε ένα νέο θεσμό των χειμερινών Ολυμπιακών.
Σημείωση {1}, Εννοείται ότι η δημόσια τηλεόραση, όπως και οι άλλες, μπορούν να το πράξουν, ανεξάρτητα από τη θέση της ΔΟΕ.
2. Καραγκιόζης
«Η επαναφορά στο βάθρο του έχει δυο όψεις. Αν προς τιμήν του ιστορικού καραγκιόζη στηθεί μια προτομή, θα υπολείπεται ο επίκαιρος, ο ζωντανός. Αυτός που δεν πέθανε ποτέ. Αυτός για τον οποίο χρειάζεται να ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση για τη μορφή και τα πολλά και ενδιαφέροντα περιεχόμενα που μπορεί να πάρει.»
Δεν αφορά τουρκικό μύθο που εξελληνίστηκε. Αν είναι κάτι είναι και τουρκικός. Και αν ο μπάρμπα Γιάννης ο Μπράχαλης, τον έφερε στο Ελλαδικό κρατίδιο του δέκατου ένατου αιώνα, από την Πόλη όπου τον διδάχτηκε, τότε ο μαθητής του στην Πάτρα, ο Μίμαρος, δεν τον εξελλήνισε. Απλά τον εξελλάδισε. Γιατί στην Κωνσταντινούπολη ανθούσε από παλιά. Όσο τώρα για το πόσο παλιά, και τις βαθύτερες ρίζες του μύθου, μόνο μια συστηματική και σοβαρή επιστημονική έρευνα καθώς και συγκριτική θεατρολογική ανασκαφή, μπορεί να το εντοπίσει. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν να προσφέρουν οι εμβαθύνσεις, οι σκέψεις, οι παρατηρήσεις, σαν αυτές που εκτίθενται παρακάτω. Τόσο για την εξερεύνηση της αλήθειας και τις αυτονόητες ιστορικές και πολιτισμικές προεκτάσεις του ζητήματος, όσο και τη συνέχεια. Το τι δέον, κλπ.
Καταρχήν, μαζί με τις διαφορές διαπιστώνει κανείς και κοινά, συγκρίνοντας τους δυο καλόγερους και πρωταγωνιστές του Διονυσιακού θιάσου, με τους δυο αντίστοιχους πρωταγωνιστές του θεάτρου σκιών. Τον καραγκιόζη και το χατζηαβάτη. Αν ένα κοινό είναι το ντουέτο, ένα άλλο είναι οι μετά διαπληκτισμών σπαραξικάρδιοι διάλογοι σε αμφότερες στις περιπτώσεις. Όπως άλλωστε συμβαίνει και σε παρόμοιους, ανά την οικουμένη, μύθους. «Διαπληκτίζονται ανά πάσαν σχεδόν στιγμήν», σημειώνει ο Γεώργιος Βιζυηνός, «άσβεστον προκαλούντες γέλωτα των παρακολουθούντων». Δεν συμβαίνει κάτι άλλο με τον καραγκιόζη. «Αμήν θεέ μου για να φάνε οι φτωχοί», ψέλνει ο λαός ο οποίος συμμετέχει στο Διονυσιακό θίασο, και «ναι θεέ μου, για να χορτάσει η φτωχολογιά». Δεν παλεύει για κάτι άλλο ο καραγκιόζης που ταυτίζεται με το βιοπαλαιστή λαό, προκειμένου να επιζήσει. Λαϊκός θεός ο Διόνυσος, λαϊκός ήρωας ο καραγκιόζης. Αγαπημένοι και οι δυο μύθοι στις εποχές τους. Και ένα ακόμη κοινό σε αμφότερες. Το κρασί…
Ας μην επεκταθώ σε άλλες κοινές σκηνές και ομοιότητες των δυο παράλληλων αυτών βίων και θεσμών, όπως είναι η συμμετοχή των παιδιών. Ούτε στη σχέση του θεάτρου σκιών με τις σκιές των Κάβειρων, τους οποίους πέραν των ομώνυμων μυστηρίων, συναντά κανείς στη Διονυσιακή λατρεία. Ούτε καν στο άγνωστο εκείνο λαϊκό θέατρο που αναπαριστούν τα Καβειρικά αγγεία του τέταρτου αιώνα. Μια επιστημονική έρευνα ως προς τη συγκριτική θεατρολογία, θα έχει να σημειώσει πολλά περισσότερα πράγματα. Ίσως μάλιστα, ένα από αυτά να είναι και η αποκατάσταση της αδιάλειπτης συνέχειας του θεάτρου στην ιστορική πατρίδα του. Από τη Διονυσιακή λατρεία μέχρι τους Βάκχες του Ευριπίδη, και από τα Ελευσίνια μυστήρια μέχρι την τραγωδία, αλλά και την Αριστοφανική κωμωδία και μέχρι το συνδεδεμένο με παράλληλες σχέσεις με όλα αυτά και με το αρχαίο λαϊκό θέατρο, θέατρο σκιών.
Να το πω αλλιώς. Αν η Δημοκρατία της κλασσικής Αθήνας έχει τις βαθύτερες ρίζες της σε Δημοκρατικά ψήγματα αρχαϊκών θεσμών, όπως είναι ο μάγος και ταυτόχρονα σοφός του Αφρικανικού χωριού για τον οποίο δεν ισχύει η κληρονομικότητα, έτσι και το θέατρο έχει τις ρίζες του σε μορφές αρχαϊκής λατρείας, μια από τις οποίες είναι η Διονυσιακή που ως συνομήλικη των αρχαίων Θρακών, χάνεται στα βάθη του χρόνου, εξελισσόμενη έκτοτε διαρκώς. Δεν είναι άλλωστε λίγοι οι Βαλκανικοί λαοί που είναι παιδιά τους επόμενα και οι πολιτισμοί τους. Δεν λέω ότι οι κοινωνίες αυτές γέννησαν λαϊκούς πολιτισμούς επειδή μύρισαν κρίνους, αλλά όχι και ότι τους έφεραν δώρο οι νομάδες εισβολείς. Αν το πρώτο είναι μεταφυσικό, το δεύτερο είναι αφύσικο. Εκείνο που λέω είναι ότι ευτυχώς που δεν χάθηκε η φύση. Ευτυχώς που υπάρχει το λογικό, επόμενα και το φυσιολογικό, και μπορεί ακόμη η ιστορία να διδάσκει έστω και αν στεναχωράει κάποιους.
Η επιβίωση της συγκεκριμένης λατρείας κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, όσο κυρίως κατά την τουρκοκρατία, δεν είναι άσχετη με την μετεξέλιξή της, σε μπηχτές απέναντι στο δυνάστη. Μια έκφραση ανάγκης, που εκτείνεται στα όποια παράγωγα σχήματα, ερμηνεύοντας περισσότερο από τις υπόλοιπες εκδοχές, τους διάφορους μύθους για τη γέννηση και την εμφάνιση του Καραγκιόζη. Και δεν μιλώ μόνο για τα στερεότυπα της τουρκικής βιβλιογραφίας με το μύθο για το γαμπρό του Κατακουζηνού, Ορχάν στην Προύσα ούτε φυσικά τις γεμάτες με ανακρίβειες περιγραφές του περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή. Μιλώ και για τους Ευρωπαίους εκείνους ερευνητές οι οποίοι σημειώνουν ότι προέρχεται από τους Βυζαντινούς, και επίσης ότι οι Τούρκοι εκμεταλλεύτηκαν φαντασίες άλλων. Μπορεί το θέατρο σκιών και ο τουρκικός καραγκιόζης να έχουν κάποια πέραση -τύπου φολκλόρ- και στη σημερινή Τουρκία, όμως δεν έχουν σχέση με τη δομή του αντίστοιχου Ελληνικού. Δεν είχαν, μάλλον.
Υπάρχει όμως κάτι ακόμη που προσδιορίζει την ποιότητα του τουρκικού καραγκιόζη. Ασφαλώς και οι αρχές δεν θα μπορούσαν να αντέξουν. Δεν κυκλοφορεί τυχαία ότι έφτασαν να αποκεφαλίσουν ακόμη και τις χάρτινες φιγούρες. Θα τον σκότωναν μετά από κάθε προβολή. Όχι μόνο τη φορά που μνημονεύουν στις πηγές τους, όταν τον σκότωσε ο πασάς της Προύσας επειδή εμπόδιζε με τα αστεία του τους μάστορες να τελειώσουν το τζαμί που έκτιζαν. Και που την ίδια εκδοχή υιοθέτησαν και αρκετοί Έλληνες, κάνοντας τα ίδια όπως έκαναν άλλοι συμπατριώτες με τη γαστρονομία και την πολίτικη κουζίνα. Με δυο λόγια, όπως έγινε με τα αντιδάνεια. Όπως έγινε και με το διάρκειας πολλών αιώνων μικρασιατικό ταξίδι ενός αρχαίου Θρακικού χορού που επίσης γνώρισε τόσο πολλές εξελίξεις -μιλώ για το ζεϊμπέκικο- προτού επιστρέψει με τη γνωστή πλέον μορφή στην μετά το 1922, Ελλάδα. Ας μην επεκταθώ περισσότερο στα της καταγωγής του λαού των Ζεϊμπέκων.
Θα μπορούσε κανείς να παραθέσει και το εξής. Ότι ακόμη και αν ο σατυρικός αυτός καραγκιόζης επεβίωνε στα Οθωμανικά χρόνια, με τίποτε δεν επρόκειτο να επιζήσει στα επόμενα. Στα χρόνια του εικοστού αιώνα, του αιώνα των γενοκτονιών. Του Κεμαλισμού. Να το πω διαφορετικά. Καραγκιόζης, επόμενα λαϊκή σοφία και σάτιρα χωρίς τη Δημοκρατία, δεν θα μπορούσε να ζήσει ούτε για μια στιγμή. Μην σπεύσει κανείς να αντιτείνει τα περί της τουρκόφωνης ονομασίας προέλευσης, γιατί δεν είναι και η μοναδική λέξη ούτε τα ελλαδικά τουρκόφωνα επώνυμα είναι λίγα.
Εφόσον η τέχνη όσο και η λατρεία ως έκφραση θρησκείας, μαζί με την επιστήμη και τη φιλοσοφία αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά της διαδρομής κάθε ιστορικού λαού, τότε μια ανάλογη εξέλιξη του θεάτρου σκιών σε άλλους αρχαίους λαούς, όπως είναι οι Κινέζοι ή άλλοι λαοί, δεν μπορεί παρά να αποτελεί τη συνέχεια παρόμοιων αρχαϊκών λατρευτικών θεσμών. Όμως άλλο αυτό και άλλο η τουρκική εκδοχή για το μύθο του καραγκιόζη. Προκαλεί άλλωστε εντύπωση η θεωρία εκείνη που συνδέει τον καραγκιόζη με τον Παλαιολόγο, και τον χατζηαβάτη με τον Τούρκο Σουλτάνο. Είναι μια έμμεση παραδοχή για την ύπαρξη του θεσμού, σε εποχή σαφώς προγενέστερη της τουρκοκρατίας.
Το μεγάλο όμως πρόβλημα με τον καραγκιόζη δεν είναι η καταγωγή. Άλλωστε αυτά μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ειδικών ερευνών, που έλεγα. Θα μπορούσε να τις συντονίσει το τμήμα θεάτρου της σχολής καλών τεχνών του πανεπιστημίου. Και με την ευκαιρία να επεκταθεί το γνωστικό αντικείμενο στο συγκεκριμένο ζήτημα. Τόσο στο πεδίο της θεατρολογίας όσο και της ίδιας της λαογραφίας. Το πρόβλημα, στο οποίο οφείλεται το παρόν κείμενο, είναι η εξέλιξη που είχε στην Ελλάδα.
Μια περίοδος μεγάλης ακμής του περασμένου αιώνα, με καραγκιοζοπαίχτες αρχικά το Μίμαρο, και κατόπιν του μαθητές του, Μανωλόπουλο και Μόλλα στην Αθήνα, και Ρούλια στην περιφέρεια, όπως και το μαθητή του Μόλλα, Αργύρη Θούγκα, κατέληξε σήμερα σε ελάχιστους αυθεντικούς καραγκιοζοπαίχτες. Από το Μάνθο τον Αθηναίο και το Γιάνναρο με το λιμανίσιο πατρινό καραγκιόζη, μέχρι το Γιάννη Βουλτσίδη στο Θρακικό θέατρο σκιών. Υπάρχουν βέβαια και άλλοι πολλοί. Όμως το ζητούμενο είναι, η αναγέννηση του ιστορικού θεσμού. Όχι σαν φολκλόρ είτε σαν αναπαραγωγή και διαιώνιση της ιστορικής παράδοσης αλλά σαν δημιουργική επιστροφή σε αυτήν.
Δίπλα σε έναν Θράκα καραγκιοζοπαίχτη, ονόματι Τράγκα, στο Σουφλί, έμαθε την τέχνη ο μπάρμπα Σίμος ο Χιώτης, ο οποίος μέχρι τα γεράματα διακόνησε τη λαϊκή αυτή τέχνη στην ομώνυμη αγορά του Αιγαίου. Όμως υπάρχει και μια άλλη διάσταση στην οποία θέλω να επιμείνω. Αν κατά την περίοδο που έλεγα, συγγραφείς, άλλοτε Γάλλοι ή Γερμανοί και άλλοτε Έλληνες, όπως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και ποιητές, όπως ο Άγγελος Σικελιανός, εμπνέονται όταν δεν εξυμνούν το θέατρο σκιών και τον καραγκιόζη, είναι λυπηρό που η συνέχεια βρίσκεται στον αντίποδα.
Μπορεί μεν οι παραστάσεις του στη δεξαμενή της Αθήνας να εμπνέουν το συγγραφέα της φόνισσας, όμως η συνέχεια, ιδίως κατά τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα, είναι γεμάτη με ύβρεις και χλεύη. Όλοι λίγο πολύ βάζουν το χεράκι τους σε αυτό. Μια από τις αιτίες είναι ο κριτικός όσο σατυρικός λόγος του. Μια άλλη είναι η εκ των κάτω προέλευση. Κυριολεκτικά, όσο και μεταφορικά. Εξ ου και το ανυπόδητό του. Η σιγή του πνευματικού και καλλιτεχνικού κόσμου αποτελεί μια μεγάλη στήριξη προς την όποια ενοχλημένη εξουσία. Ένας εξ αντικειμένου σύμμαχός της είναι και όσοι από την πάλαι ποτέ ένδοξη οικογένεια των καραγκιοζοπαιχτών αποδέχονται το ρόλο που τους επιφυλάσσεται.
Εξαίρεση, δυο φίλοι του καραγκιόζη. Ο εκ Κωνσταντινουπόλεως καταγόμενος Νίκος Εγγονόπουλος θα γράψει το έργο «Καραγκιόζης, ένα Ελληνικό θέατρο σκιών», και ο συγγραφέας με καταγωγή από την Ανατολική Θράκη, Γιώργος Ιωάννου, θα εκδώσει την τρίτομη καταγραφή «Ο καραγκιόζης». Δεν ξέρω αν αυτά αποτελούν είδος ψυχικής επιστροφής τους στη Θρακική πατρίδα, όμως ξέρω ότι είναι οι τελευταίοι πνευματικοί άνθρωποι που με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο αντιστέκονται στην προδιαγεγραμμένη πλέον υποβάθμιση αν όχι εξαφάνιση του καραγκιόζη. Ο οποίος, και αν ακόμη δεχθεί κανείς την τουρκική εκδοχή περί της εκ της Προύσας καταγωγής του, οφείλει να γνωρίζει ότι η ίδια αυτή πόλη, αν και βρίσκεται στην Ασία, υπήρξε το πάλαι ποτέ Θρακική. Ανατολικό όριο της ιστορικής Θράκης ο Όλυμπος δίπλα στην Προύσα, που σημαίνει ψηλό βουνό. Δυτικό όριο, και πάλι ένας Όλυμπος. Η κατοικία των θεών. Εκεί όπου γεννήθηκε ο Ορφέας, προς τον οποίο το Θρακικό θέατρο σκιών έριξε τη γέφυρα: «Από τη γη της Θράκης, στη γη των ίσκιων».
Όμως τίποτε από αυτά δεν αποδείχθηκε ικανό να ανακόψει τον ρου των πραγμάτων. Από το χώρο του γέλιου ο καραγκιόζης έπρεπε να μετακομίσει στο χώρο του γελοίου. Τη θέση του λαϊκού αν όχι και κοινωνικοπολιτικού προτύπου να την πάρει ο Χατζηαβατισμός. Και από την άλλη, να πλαστεί μια Ελληνική γλώσσα που να έχει για συνώνυμο της λεβεντιάς, τους ντερβίσηδες οι οποίοι πέραν του μοναχικού τους σχήματος, ιστορικά αποτέλεσαν την τράπεζα ιδεών του τουρκικού κράτους, με στρατηγική την δι΄ ευχών υψηλή εποπτεία τους επί του ανά τους αιώνες γενιτσαρισμού και πολλών παρόμοιων «πολιτικών». Η παράγκα δε του καραγκιόζη, από σύμβολο της φτώχειας και της εντιμότητας, να γίνει στην καθομιλουμένη συνώνυμο διαφθοράς και αρπαχτής. Εξ ων και η κατά κόρον χρήση της λέξης «παράγκα», στα στησίματα των ποδοσφαιρικών αγώνων, μέχρι τα λαδώματα παραγόντων κρατικών και άλλων υπηρεσιών.
Μια από τις ελάχιστες εξαιρέσεις που την υπερασπίστηκαν, ήταν η Μαλβίνα, με τη γνωστή φράση: «έξω …… απ΄ την παράγκα». Στην οποία βέβαια δεν εννοούσε αυτό για το οποίο αμέσως έσπευσαν να την εγκαλέσουν αυτόκλητοι υπερασπιστές των ομοφυλοφίλων. Για πάρα πολλούς λόγους, εννοούσε άλλους. Όλοι ήξεραν, ποιους. Αυτούς που ενοχλούσε ο πλούσιος όσο σατιρικός της λόγος. Τους ενοίκους του εν Αθήναις σαραγιού και το πρότυπο, που έλεγα, του Χατζηαβατισμού. Αυτά λοιπόν έπρεπε να υπερασπιστούν οι αυτόκλητοι. Απλά τους ομοφυλόφιλους τους ήθελαν ως προπέτασμα. Αιωνία της η μνήμη για τις αλησμόνητες παραστάσεις της, με το άρωμα της παραγωγικής επιστροφής, από τον Αριστοφάνη ως τον καραγκιόζη.
Κατά τα άλλα, ναι μεν το μικρό πανί του θεάτρου σκιών, είναι αδύναμο μπροστά σε ένα μεγάλο πανί, και ιδίως στο γυαλί, όμως η συνύπαρξη ήταν μια λογική συνέχεια. Μια σατυρικού περιεχομένου σύνθεση πήγε να γίνει πριν μερικά χρόνια σε τηλεοπτική εκπομπή, όπου πρωταγωνιστές ήταν μαριονέτες-σκίτσα πολιτικών προσώπων, όμως σταμάτησε γρήγορα. Δεν ξέρω την εμπλοκή της λογοκρισίας, αφού άλλωστε δεν υπήρξε επανάληψη του εγχειρήματος, όμως ξέρω ότι μια ανάλογη εκπομπή στη Γαλλική τηλεόραση με τον Αστερίξ και τον Οβελίξ παραμένει επί πολλά έτη από τις πλέον δημοφιλείς. Όπως η εκτός πολιτικής επιτυχία της πρόσφατης κινηματογραφικής ταινίας «Αστερίξ και Οβελίξ: Επιχείρηση Κλεοπάτρα», δεν ήταν και μικρή.
Αλλά και πάλι δεν λέω, μπορούσαν, ο κινηματογράφος όσο κυρίως η τηλεόραση, να είχαν βγάλει από τη μέση τον καραγκιόζη. Όμως ας γινόταν με ανθρώπινο τρόπο. Παρόλο που θα παρέμενε στις παιδικές ψυχές, όπως στις ψυχές πολλών ενηλίκων, μπορούσε να μην ακολουθήσει τέτοιου τύπου πτώση από το βάθρο του. Μιλώ επίσης για κάποιες φορές που η συγκεκριμένη πράξη έγινε μέσω και μαστίγιου και καρότου, όπως με το τραγούδι: «κείνο που με τρώει, κείνο που με σώζει, είναι που ονειρεύομαι σαν τον καραγκιόζη», που όσοι το τραγουδούν ακόμη και σήμερα -και είναι πολλοί αυτοί- ασυνείδητα το κάνουν μέρος της παιδείας τους. Το τι τον σώζει είναι αντιληπτό, όμως ο μεγάλος, κατά τα άλλα, τραγουδοποιός όφειλε να διευκρινίσει, τι τον τρώει, όταν ονειρεύεται κλπ.
Μπορεί αυτή να ήταν η χαριστική βολή, προστιθέμενη στο ήδη βεβαρημένο υπόλοιπο κλίμα, από τις προσφωνήσεις στα γήπεδα προς τους διαιτητές, με το εν λόγω επίθετο, μέχρι τα επιφωνήματα στις πολιτικές συζητήσεις. Όμως το πέρασμα μέσα από ένα τέτοιο αγνό όσο και ιστορικό όνομα, που είναι ό,τι πιο αυθεντικό και τίμιο έχει να επιδείξει ο Ελληνισμός των τελευταίων αιώνων, στον κάθε μορφής χουλιγκανισμό, δεν απασχόλησε καθόλου τον νου της διανοητικής τάξης. Την Ελλαδική Αθηναϊκή ιντελιγκέντσια. Οργανικό μέρος της η πολιτική, καλλιτεχνική και πολιτιστική, μετά των όποιων προεκτάσεών της, προτιμά, άλλων προδιαγραφών, καραγκιόζη και καραγκιοζοπαίχτη. Σιγά μην ήταν αυτός, ο τύπος κάποιου λαϊκού Αριστοφάνη. Στην πλέον σοβαρή της εκδοχή εμφανίζεται με έναν Πλατωνικό ως προς την κωμωδία και τον Αριστοφάνη προσανατολισμό. Καθόλου Αριστοτελικό.
Όμως ακόμη και οι ελάχιστες εξαιρέσεις που υπήρξαν έμειναν στην καταγραφή. Στις διαπιστώσεις. Άντε και κάποιος Δήμος να έκανε μουσείο. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια αποκατάσταση. Απέχει παρασάγγες. Χρειάζεται μιας άλλης κλίμακας επαναφορά στο βάθρο. Όπως χρειάζεται να τιμηθούν οι άνθρωποι που διακονούν ακόμη και σήμερα τον καραγκιόζη, στα εργαστήριά τους. Μπορεί να το κάνει αυτό, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Να τους προσκαλέσει όλους, χωρίς αποκλεισμούς, και να τους τιμήσει.
Ένας πατέρας και οικογενειάρχης, που ζει άλλοτε την εθνική υποδούλωση και άλλοτε την κοινωνική σκλαβιά, και κατορθώνει να ζήσει την οικογένειά του, ένας άνθρωπος αμόλυντος και καθαρός, μπορούσε να αποτελεί πρότυπο. Όχι να λοιδορείται. Και το πιο λυπηρό είναι ότι αυτό συμβαίνει επειδή η διανοητική Ελλάδα έχει διαφορετικά πρότυπα. Πρέπει να υπερασπιστεί τα πολιτισμικά αποφάγια των εισαγωγών της. Όσοι έμαθαν λίγα γράμματα, μπορούν να τον βρίζουν. Ε, λοιπόν, αυτοί είναι άτομα με ειδικές ανάγκες. Δεν είναι ο καραγκιόζης, όση και αν είναι η καμπούρα του.
Ίσως κανείς αναρωτηθεί πως κατάφεραν να επιβιώσουν εν μέσω τουρκοκρατίας οι θεσμοί αυτοί. Είτε είναι ο μύθος του καραγκιόζη είτε η διονυσιακή λατρεία, από τον Διόνυσο αρχικαλόγερο μέχρι τον Κιοπέκ μπέη και ως τη τζαμάλα, και όσους άλλους συγγενείς θεσμούς συνεχίζουν να ζουν ακόμη και σήμερα στο Θρακικό καθώς και στο Βορειοελλαδικό χώρο. Αν η ευρηματικότητα του μυαλού αποτελεί μια απάντηση, η άλλη έχει να κάνει με τα φυσικά πρόσωπα. Εξ ου και η θανάτωση των ηρώων. Όπως του καραγκιόζη. Η οποία βέβαια δεν ήταν η μια και μοναδική. Ούτε αυτή που περιγράφεται στην τουρκική εκδοχή, επιβλήθηκε ως τιμωρία για την καθυστέρηση της αποπεράτωσης του τζαμιού ή του παλατιού.
Έχοντας σεβασμό από την παιδική ακόμη ηλικία προς τον καραγκιόζη όσο και στους ανθρώπους που τον διακόνησαν και τον διακονούν, και επειδή αυτός ο ίδιος κρύβει μέσα του πολλές χάρες και εικόνες -από το έμφυτο χιούμορ του μέχρι την ικανότητα να κρίνει την όποια εξουσία με έξυπνο όσο και σαφή τρόπο- λέω να γίνει κάτι έστω και σήμερα. Δεν είναι αργά. Επιπλέον συνιστά έκφραση αναγκαίου ανθρωπισμού. Το ίδιο θα έκαναν σε κάθε Ευρωπαϊκή χώρα αν αντιμετώπιζαν παρόμοια περίπτωση.
Μπορεί πολλοί να ξινίσουν, όμως μια μόνο μορφή αποκατάστασης της ιστορίας είναι αυτή που λέει κάτι. Οι δύο διαστάσεις δεν αρκούν. Χρειάζονται τρεις. Όπως στο πανί. Οι εικόνες και η σκιά τους. Τι θέλω να πω. Αν προς τιμήν του ιστορικού καραγκιόζη στηθεί μια προτομή, θα υπολείπεται ο επίκαιρος, ο ζωντανός. Αυτός που δεν πέθανε ποτέ. Αυτός για τον οποίο χρειάζεται να ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση για τη μορφή και τα πολλά και ενδιαφέροντα περιεχόμενα που μπορεί να πάρει.
_________
Εκφράζονται οι ευχαριστίες του συγγραφέα στο Γιάννη Βουλτσίδη και στη Γεωργία Γιαννοπούλου. Τόσο για την προσφορά των εικόνων, όσο του θεατρικού και μουσικού τους έργου. Και βέβαια για τις ώρες των συζητήσεων γύρω από το ίδιο θέμα.
3. Jacqueline De Romilly
«το άλας της Δημοκρατίας είναι η ορμή του πολίτη»
Έψαξα να βρω τι ήταν εκείνο που ενέπνευσε τη γηραιά -ενενήντα τριών ετών σήμερα- Γαλλίδα ακαδημαϊκό Ζακλίν ντε Ρομιγί, να ασχοληθεί όλη της τη ζωή, με την αρχαία Ελλάδα, συγγράφοντας δεκάδες βιβλίων αλλά και να συνεχίζει. Αν ήταν μόνο ο θαυμασμός, η μαγεία του μέτρου, η φιλοσοφία, η τέχνη, η επιστήμη, η λατρεία και οι Δημοκρατικοί θεσμοί της κλασσικής Αθήνας ή ήταν τυχαίο συμβάν όταν προ πάρα πολλών δεκαετιών έπεσε, όπως λέει η ίδια, στα χέρια της το έργο του Θουκιδίδη. Ή οφείλεται στο αριστείο που πήρε ως δεκαεπτάχρονη μαθήτρια, στα αρχαία Ελληνικά. Ή τέλος, αν σχετίζεται με την καταγωγή της και τις μνήμες της Χιτλερικής κατοχής.
Μπορεί όλα τους να επενέργησαν, όμως το κρίσιμο είναι αυτό που κατέληξε τελικά η ίδια, από τις πολυετείς ανασκαφές στην Ελληνική κλασσική γραμματεία. Αυτό που συνέβαλλε, συμβάλλει και θα συμβάλλει καθοριστικά εις τους αιώνας των αιώνων. Η ορμή του πολίτη. Η λέξη βέβαια αυτή δεν είναι καμιά άγνωστη. Άλλες φορές σαν συγγενής της οργής και άλλες της όρασης, έχει απασχολήσει από παλιά την ποιητική και τη γραμματεία. Είναι άλλωστε γνωστό, τόσο στη φυσική όσο και στην κινηματική, ότι από κοινού με την ώθηση συνιστούν κινητήρια δύναμη. Επί του προκειμένου, τη δυναμική του ανθρώπου πολίτη. Επόμενα και τη συμβολή, στην ίδια τη Δημοκρατία.
Το πολύτομο έργο της είναι πριν από όλα, έργο, βαθειά πολιτικό. Θα το αδικούσε -αν δεν συνιστούσε ύβρη- μια ταύτισή του με την αρχαιολατρία. Άλλο η δημιουργική επιστροφή στην ιστορία, και άλλο πράγμα η εθνικοφροσύνη. Αν είναι κάτι είναι ένας εφοδιασμός του ανθρώπινου μυαλού-εργοστασίου με γνωστική πρώτη ύλη από την κλασσική Ελλάδα, για παραγωγή προϊόντων που θα εμπλουτίσουν τις αγορές και τις εκκλησίες του Δήμου, στους νέους χρόνους. Κυρίως δε τα δικαιώματα του πολίτη και φυσικά το παραμένον, όσο ποτέ άλλοτε επίκαιρο, όραμα της Δημοκρατίας. Η διαρκής αναζήτησή της αλλά και η συγκριτική με όσα ήκμασαν στα κλασσικά χρόνια. Από το φιλοσοφικό πεδίο, μέχρι την τέχνη. Την τέχνη που έχει σαν μέτρο τον άνθρωπο και που απέναντί του, ακόμη και το θεϊκό μέγεθος, δεν είναι υπερμέγεθες. Πόσο μάλλον το μέγεθος των ταγών, του πολιτικού κόσμου, που κατέληξε σήμερα να συνιστά όχι απλά υπερμεγέθη οντότητα αλλά τερατομορφία με τα όλα της. Κάθε άλλο παρά σε αρμονία με τη Δημοκρατία.
Τα επιβεβαιώνει κανείς όλα αυτά, ακόμη και από τον ομώνυμο τίτλο του συλλόγου που ίδρυσε και λειτουργεί στη Γαλλική πρωτεύουσα: «Η ορμή του πολίτη». Ορμή δηλαδή, για τη Δημοκρατία και την πυροπαθή σε πολλές χώρες, λέξη της αλλαγής. Ορμή για την εξέλιξη των θεσμών όσο και των αρχών και αξιών. Ορμή για ανώτερη δημιουργική σύνθεση της έννοιας του ανθρωπισμού. Μια ναι μεν αιώνια και μεγάλη αξία, που όμως συνεχίζει να είναι ζητούμενο, ακόμη και στις Ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες, κατά τα άλλα, αποτελεί κύριο θεμέλιο των κοινωνιών και των Δημοκρατιών.
Αν πέραν από τα δεκάδες βιβλία της για την αρχαία Ελλάδα η πρέσβειρα αυτή του Ελληνισμού, έγραφε και ένα έστω για τη σημερινή, αυτό ακριβώς θα επαναλάμβανε. Ότι το καύσιμο για την κίνηση των κοινωνιών προς τα εμπρός, δεν είναι άλλο από την ορμή του πολίτη. Αυτή είναι που χρειάζεται προκειμένου να διεκδικηθεί, μεταξύ άλλων, η ανακατανομή της εξουσίας. Η αφαίρεση μεγάλου μέρους από τον πολιτικό κόσμο και η πρόσθεσή του στους πολίτες. Και ότι αυτό δεν μπορεί να αναμένεται από τον ίδιο ή τη λεγόμενη συντεταγμένη Πολιτεία και το κράτος αλλά από τις διάχυτες εκφράσεις ακόμη και των περιθωριακών κοινωνικών ομάδων. Αν ζούσε σήμερα ο Παζολίνι θα έλεγε ότι μια από τις ομάδες αυτές αξίζει πιο πολύ, από όλο μαζί τον πολιτικό κόσμο. Αυτό μήπως δεν ήταν το βαθύτερο νόημα του κειμένου του για τις πυγολαμπίδες;
Εγώ πάλι λέω ότι σε αυτή που ονομάσαμε, Τέταρτη Δημοκρατία {1}, οι όποιοι νέοι θεσμοί ή νόμοι και συνταγματικές αναθεωρήσεις, χωρίς ανακατανομή της εξουσίας, είναι δώρο άδωρο. Ειδικά σε αυτή τη χώρα, όπου δεν θα υπήρχε πιο άνιση κατανομή μεταξύ των πολιτών της από τον πλούτο, αν δεν υπήρχε η κατανομή της πολιτικής εξουσίας. Η πιο άνιση στην Ευρώπη. Σε όλα τα πεδία. Από το περιφερειακό μέχρι το κοινωνικό. Σε αυτό ακριβώς συνίσταται η μεγάλη πτώχευση της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, της λεγόμενης μεταπολιτευτικής. Αν αυτή είναι κάτι είναι ένα δέντρο ξεραμένο, από πολλών βέβαια ετών. Ένα δέντρο άδεντρο.
Θα μπορούσε εφέτος με αφορμή τα 2500 χρόνια από τη γέννηση του Περικλή, η συγκεκριμένη επέτειος, πέραν των εκδηλώσεων στους Δελφούς, να τιμηθεί με άλλους παραγωγικούς τρόπους. Τόσο από την Ελλάδα, όσο τη Βουλή. Μια ευκαιρία, όπως έγκαιρα είχα γράψει, ήταν να αξιοποιηθεί η σημερινή θέση της χώρας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. ώστε να προταθεί η καθιέρωση της παγκόσμιας ημέρας της Πολιτικής, της Δημοκρατίας και του Πολιτισμού. Από τη μια να διακονηθεί η ίδια η Δημοκρατία, από δε την άλλη, να πιστωθούν τα προφανή για τη χώρα οφέλη, ως προς τα παραμένοντα επί πολλά έτη ανοιχτά εθνικά ζητήματα, αφού ούτως ή άλλως τα δυο αυτά συνδέονται άμεσα, αν δεν συμπίπτουν.
Μια άλλη ευκαιρία, ήταν να προσκληθεί από το κοινοβούλιο να μιλήσει προς τα μέλη του και δια αυτών στους πνευματικούς της συμπατριώτες, η Γαλλίδα Ελληνίστρια. Η δε Βουλή θα μπορούσε προς τιμήν της, να εκδώσει τα άπαντά της, τα οποία και να διδάσκονται εφεξής στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο. Κάτι το ουσιώδες. Όχι μια τιμητική μεν, τυπική δε ανακήρυξή της από την Ακαδημία Αθηνών σε μέλος της, χωρίς άλλη συνέχεια, όπως έγινε στο παρελθόν. Δυστυχώς ούτε το ένα ούτε και το άλλο πέρασε από το μυαλό κανενός.
Μπορεί όμως να γίνει έστω και μέσα στο επόμενο διάστημα. Ας το προτείνουν οι γυναίκες μέλη της Βουλής. Να τιμήσουν την ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Σορβόννης αναγνωρίζοντας στο πρόσωπο και τη διαδρομή της, ένα ευρωπαϊκό διανοητικό, πολιτικό και Δημοκρατικό πρότυπο. Επίσης βέβαια Ελληνικό, αφού η κυρία Jacqueline de Romilly από δεκαετίας με προεδρικό διάταγμα έχει πολιτογραφηθεί, ως Ελληνίδα. Δεν λέω ότι δεν έγινε τίποτε. Λέω πως μπορεί να ολοκληρωθεί. Να μη μείνει, μισό και ανάλατο. Λέω λοιπόν επί του προκειμένου ότι το άλας της Δημοκρατίας είναι η ορμή του πολίτη.
________________
Σημείωση {1}, Χρήστος Κηπουρός, Τέταρτη Δημοκρατία, 36η έκδοση, βλέπε ιστοσελίδα Δ.Π.Θ., www.eled.duth.gr,