Μπάσκετ, ένα παιχνίδι που δεν θα ταιριάζει σε ανθρώπους αν δεν βάλουν το καλάθι στο ύψος του αφαλού και δεν στείλουν τις καμηλοπαρδάλεις πίσω στο ζωολογικό κήπο.
Συνέχεια »admin
Λάρι Μπερντ
Δεν έχει σημασία ποιός βάζει τα καλάθια, σημασία έχει ποιός μπορεί να στείλει την μπάλα σε αυτόν που βάζει τα καλάθια.
Συνέχεια »Νίκος Γκάλης
Ο Γιαννάκης είναι άξιος και δεν χρειάζεται συμβουλές από μένα.
Συνέχεια »Αργύρης Καμπούρης
Είναι όλοι τους μεγάλοι μάγκες. Συνέθεσαν μια ομάδα τόσο καλά οργανωμένη, που δεν γινόταν να ξεχωρίσει αισθητά ένας από όλους.
Συνέχεια »Δίλημμα
Δίλημμα : συλλογισμός που συνιστάται σε δύο αντιθετικές προτάσεις, από τις οποίες όποια και αν επιλεγεί θα έχει εξίσου θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα.
Συνέχεια »Δίκωπος
Δίκωπος : αυτός που έχε δύο κουπιά.
Συνέχεια »Δικράνι
Δικράνι : γεωργικό εργαλείο το οποίο αποτελείται από ξύλινο στέλεχος που απολήγει σε διχαλωτό άκρο και χρησιμοποιείται σε διάφορες γεωργικές εργασίες.
Συνέχεια »Δικονομία
Δικονομία : το σύνολο των νομικών διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης από τα δικαστήρια, καθορίζοντας τα όργανα, τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία παροχής νομικής προστασίας στα πρόσωπα των οποίων θίγονται τα δικαιώματα ή τα συμφέροντα.
Συνέχεια »Δικομανία
Δικομανία : η μανία για δίκες, η υπερβολική επιθυμία να παρακολουθεί κανείς δίκες ή να προσφεύγει συχνά στη δικαιοσύνη.
Συνέχεια »Δικολάβος
Δικολάβος : πρακτικός δικηγόρος που δεν έχει πτυχίο και μπορεί να δικηγορεί μόνον σε κατώτερα δικαστήρια.
Συνέχεια »Δικογραφία
Δικογραφία : το σύνολο των εγγράφων που αναφέρονται στην εκδίκαση μιας υπόθεσης και περιλαμβάνουν το αντίγραφο της αγωγής, τις κατατεθείσες προτάσεις των διαδίκων με τα αποδεικτικά στοιχεία και το σκεπτικό των δύο πλευρών.
Συνέχεια »Δικλίδα
Δικλίδα : η βαλβίδα που ρυθμίζει την κίνηση υγρού ή αερίου προς μία διεύθυνση, χωρίς να του επιτρέψει να αντιστρέψει πορεία.
Συνέχεια »Δικέλλα
Δικέλλα : εργαλείο για σκάψιμο, που έχει τη μία άκρη διχαλωτή.
Συνέχεια »Δικανικός
Δικανικός : αυτός που αναφέρεται σε δίκη ή δικαστήριο.
Συνέχεια »Δικαιοστάσιο
Δικαιοστάσιο : προσωρινή αναστολή της λειτουργίας της δικαιοσύνης σε έκτακτες περιπτώσεις ύστερα από ειδική νομική ρύθμιση.
Συνέχεια »Δικαιοπραξία
Δικαιοπραξία : η δήλωση της βούλησης προσώπου, η οποία αποσκοπεί στην παραγωγή έννομου αποτελέσματος.
Συνέχεια »