Φιλίτσα (η) = φέτα ψωμίου
Συνέχεια »admin
Φυράδα
Φυράδα (η) = χαραμάδα σε ξύλο, σχίσιμο
Συνέχεια »Φουρλιάζου
Φουρλιάζου (ρημ.) = πετάω κάτι π.χ. στα σκουπίδια
Συνέχεια »Φουκαλνώ
Φουκαλνώ (ρημ.) = σαρώνω, σκουπίζω. Σημαίνει όμως και καθαρίζω κάποιον, σκοτώνω
Συνέχεια »Φρίγουμι
Φρίγουμι (ρημ.) = τρομάζω
Συνέχεια »Τζιριμές
Τζιριμές (ο) = τεμπέλης, ανεπρόκοπος, αχαΐρευτος
Συνέχεια »Τίλος
Τίλος (ο) = ξύλινη τάπα βαρελίου με τρύπα στο κέντρο
Συνέχεια »Τσιαρές
Τσιαρές (ο) = τρόπος
Συνέχεια »Τσιαρές
Τσιαρές (ο) = δουλειά
Συνέχεια »Τσιαρές
Τσιαρές (εκφρ.) = χρησ. η έκφραση «κάμου τσιαρέν» : κάνω συνφωνία, τα βρίσκω, κοιτάω την δουλεία μου
Συνέχεια »Τσαγκαρλίθρις
Τσαγκαρλίθρις (οι) = σπίθες
Συνέχεια »Τσαρκαλνώ
Τσαρκαλνώ (ρημ.) = πιτσιλώ
Συνέχεια »Τζουγκαλνώ
Τζουγκαλνώ (ρημ.) = χτυπώ π.χ. την πόρτα
Συνέχεια »Τσιούγκου
Τσιούγκου (το) = χέρι
Συνέχεια »Τηρώ
Τηρώ (ρημ.) = κοιτάω
Συνέχεια »Τσιγκλίζου
Τσιγκλίζου (ρημ.) = πειράζω
Συνέχεια »