Διαμετακομίζω : Μεταφέρω (εμπορεύματα) μέσω τρίτης χώρας, που συνιστά συγκοινωνιακό κόμβο.
Συνέχεια »admin
Διαμερίζω
Διαμερίζω : Χωρίζω και μοιράζω σε μερίδια.
Συνέχεια »Διαμείβομαι
Διαμείβομαι : Ανταλλάσσομαι.
Συνέχεια »Διάλιθος
Διάλιθος : Αυτός που είναι διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους.
Συνέχεια »Διαλεύκανση
Διαλεύκανση : Η εξιχνίαση (ζητήματος), η άρση όλων των ασαφειών, των σκοτεινών σημείων του, ώστε να είναι πλέον ξεκάθαρο, διαυγές.
Συνέχεια »Διαλείπω
Διαλείπω : Αυτός που εμφανίζεται περιοδικά, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, που σταματά και διαδοχικά επανέρχεται.
Συνέχεια »Διαλάμπω
Διαλάμπω : Διακρίνομαι, ξεχωρίζω.
Συνέχεια »Διαλαμβάνω
Διαλαμβάνω : Περιλαμβάνω, μιλώ εκτενώς, πραγματεύομαι.
Συνέχεια »Διακωμωδώ
Διακωμωδώ : Κάνω (κάποιον, κάτι) να φαίνεται γελοίο(ς), κοροϊδεύω.
Συνέχεια »Διακυβεύω
Διακυβεύω : Θέτω (κάτι) σε κίνδυνο μπροστά στο αβέβαιο αποτέλεσμα γεγονότος ή επιχειρήματος, τα παίζω όλα για όλα.
Συνέχεια »Διακριτός
Διακριτός : Αυτός που μπορεί να τον διακρίνει κανείς, να γίνει εύκολα αντιληπτός, ευδιάκριτος.
Συνέχεια »Διάκοσμος
Διάκοσμος : Το σύνολο των στοιχείων που χρησιμοποιούνται για την διακόσμηση ενός χώρου.
Συνέχεια »Διακορεύω
Διακορεύω : Προκαλώ ρήξη του παρθενικού υμένα, κάνω μια γυναίκα να χάσει την παρθενιά της.
Συνέχεια »Διακονία
Διακονία : Η υπηρεσία, η αφοσίωση σε συγκεκριμένη αποστολή.
Συνέχεια »Διακόνημα
Διακόνημα : Η υπεύθυνη εργασία, που αναθέτει ο ηγούμενος της μονής σε κάθε μοναχό του μοναστηριού.
Συνέχεια »Διάκενο
Διάκενο : Το κενό διάστημα μεταξύ δύο επιφανειών ή σημείων.
Συνέχεια »