Κάν’ καντίπουτας (επιρ.) = τίποτα
Συνέχεια »admin
Κουτσιαλουμένου
Κουτσιαλουμένου (επιθ.) = παγωμένο, κοκαλομένο
Συνέχεια »Κρέχτο
Κρέχτο (επιθ.) = δροσερό
Συνέχεια »Καμάρωσιν τ’ς μασκαρέτις
Καμάρωσιν τ’ς μασκαρέτις (έκφραση) = πέθανε, τα τίναξε
Συνέχεια »Κυρατζής
Κυρατζής (ο) = αγωγιάτης μεγάλων αποστάσεων
Συνέχεια »Κανίσια
Κανίσια (τα) = τα δώρα που έστελναν οι καλεσμένοι στο γάμο
Συνέχεια »Κιφσένκ’ους
Κιφσένκ’ους (ο) = νευρικός
Συνέχεια »Κριτσιάν’
Κριτσιάν’ (το) = δριμύ ψύχος
Συνέχεια »Κατσιαούλια
Κατσιαούλια (τα) = σαγόνια
Συνέχεια »Κατρατσιάρ’ς
Κατρατσιάρ’ς (ο) = το πολύ άτακτο παιδί που τα φέρνει όλα άνω κάτω
Συνέχεια »Κουσιό
Κουσιό (τον Κουσίον) = γρήγορα, ταχέως
Συνέχεια »Κανέστρα
Κανέστρα (η) = πανέρι
Συνέχεια »Καρά
Καρά (η) = καρυδιά
Συνέχεια »Κατώφιλους
Κατώφιλους (ο) = το ξύλινο κεφαλόσκαλο
Συνέχεια »Κριών΄ς, Κριωνάκος, Κριώναρος
Κριών΄ς, Κριωνάκος, Κριώναρος (ο) = αλήτης, συνήθως τα παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας που γυρνάνε στούς δρόμους
Συνέχεια »Κιπέγκ’
Κιπέγκ’ (το) = ξύλινος πάγκος φούρνου που αραδιάζανε τα ψωμιά, πεζούλι
Συνέχεια »