Καρκαλιέμαι (ρήμα) = γελώ (έντονα και με διάρκεια)
Συνέχεια »admin
Κουνουστώ
Κουνουστώ (ρήμα) = κάνω παρέα, συναναστρέφομαι
Συνέχεια »Καλιγόνου
Καλιγόνου (ρήμα) = πεταλώνω
Συνέχεια »Κασμ’ρεύου
Κασμ’ρεύου = κοροιδεύω. Προέρχεται απο το «χασοημερεύω» καθ΄ όσον οι χασομέρηδες ασχολούνται με το κουτσομπολιό και το σκώμα.
Συνέχεια »Ιχράμ’
Ιχράμ’ (το) = υφαντό σεντόνι της εποχής
Συνέχεια »Ισιάδα
Ισιάδα (η) = αλήθεια
Συνέχεια »Ιλιάτσια
Ιλιάτσια (τα) = βότανα
Συνέχεια »Ιμπρέτ’
Ιμπρέτ’ (το) = γενάτι
Συνέχεια »Κομουναλισμός ή κοινοτισμός
Η οργάνωση σε κοινότητα ομάδας ατόμων , που έχουν την ίδια γλώσσα και θρησκεία και ανήκουν στην ίδια φυλή . Μετά την Κομμούνα των Παρισίων του 1817 , οι οπαδοί αυτής χαρακτηρίζονται κομμουνιστές . Ο όρος κομουναλισμός χρησιμοποιήθηκε παγκοσμίως , …
Συνέχεια »Κομματισμός
Το να κάνω κάποιον κομματικό στέλεχος ενός κόμματος. Το να κομματίζεται κάποιος ή να είναι φανατικός οπαδός ενός κόμματος.
Συνέχεια »Κομματαρχισμός
Η τάση να αναλάβει με κάθε θυσία την αρχηγία του κόμματος ένας πολιτικός . Η δράση των κομματαρχών σε μικρά σύνολα.
Συνέχεια »Κομιτατζηδισμός
Το κίνημα των άτακτων ένοπλων ομάδων διαφόρων βουλγαρικών οργανώσεων (κομιτάτων ) που , με τις τρομοκρατικές τους επιδρομές επιδίωκαν τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας και την προσάρτησή της στη Βουλγαρία.
Συνέχεια »Κομενσαλισμός
Στην οικολογία του ανθρώπου , ο όρος κομενσαλισμός σημαίνει γενικά μια σχέση , που περικλείει και ανταγωνισμό και συνεργασία μεταξύ προσώπων που ανήκουν σε μια ολοκληρωμένη διαίρεση εργασίας . Ο κομενσαλισμός είναι συνώνυμο της συμβίωσης.
Συνέχεια »Κολπισμός
Επώδυνη σύσπαση του μυϊκού τοιχώματος του κόλπου.
Συνέχεια »Κολμπερτισμός
Ειδική μορφή εμποροκρατίας. Η οικονομική αυτή θεωρία είναι εθνικιστικού χαρακτήρα και βασίζεται στην αρχή ότι η πολιτική , η στρατιωτική και η οικονομική ισχύς μιας χώρας είναι στενά συνδεδεμένη με την ποσότητα των πολύτιμων μετάλλων που διαθέτει η χώρα αυτή. …
Συνέχεια »Κολλυβισμός
Η ανταλλαγή νομισμάτων . Η εργασία του αργυραμοιβού ,κοινώς σαράφη.
Συνέχεια »