Ζιντλάρ’ς (ο) = κατα βάθος σημαίνει αυτός πού δεν έχει αξιοπρέπεια καί όχι ο κατώτερης κοινωνικής τάξεως άνθρωπος όπως ίσως πλατύτερα εννοείται
Συνέχεια »admin
Ζανάτ’
Ζανάτ’ (το) = επάγγελμα, δουλεία
Συνέχεια »Ζουρζουβίλτς΄
Ζουρζουβίλτς΄ (ο) = το αεικίνητο, άτακτο παιδί
Συνέχεια »Ζλάπ’
Ζλάπ’ (το) = αγρίμι
Συνέχεια »Ζαρίζου
Ζαρίζου = βλέπω λίγο, διακρίνω
Συνέχεια »Ζαράλ’
Ζαράλ’ (το) = κουσούρι, πάθηση
Συνέχεια »Ζγκούραβου
Ζγκούραβου (το) = βρώμικο, λερωμένο
Συνέχεια »Ζ’νάρι
Ζ’νάρι (το) = φαρδί μάλλινο ή υφασμάτινο ζωνάρι
Συνέχεια »Ζντρόμπλα
Ζντρόμπλα (η) = η αγριόπαπια
Συνέχεια »Ζ’γόνου
Ζ’γόνου (ρημ.)= πλησιάζω, φτάνω
Συνέχεια »Ζ’γκρανώ
Ζ’γκρανώ (ρημ.)= γρατσουνώ
Συνέχεια »Ζγκούβω
Ζγκούβω (ρημ.) = σκύβω
Συνέχεια »Ζγιάζου
Ζγιάζου (ρημ.) = ζυγίζω. Επίσης επιφέρω χτύπημα αφού σημαδέψω κάτι από μακριά με όπλο, σφεντόνα, πέτρα
Συνέχεια »Αρωδαμός
Αρωδαμός: τρυφερός βλαστός
Συνέχεια »Αρνεύω
Αρνεύω : ηρεμώ
Συνέχεια »Αργαντινή
Αργαντινή : εσπέρα
Συνέχεια »