Γκροτέσκος: αυτός που προκαλεί την αίσθηση του αλλόκοτου , του εξαιρετικά περίεργου.
Συνέχεια »admin
Γκρόσο μόντο
Γκρόσο μόντο: σε γενικές γραμμές , χωρίς αναφορά σε λεπτομέρειες.
Συνέχεια »Γκροπλάν
Γκροπλάν : η σκηνοθετική τεχνική λήψεως εικόνας από κοντινή απόσταση και εστιάσεως σε λεπτομέρεια ή τμήμα γενικότερου πλάνου.
Συνέχεια »Γκρο
Γκρο : ύφασμα από βαρύ μετάξι.
Συνέχεια »Γκρενά
Γκρενά : η κόκκινη απόχρωση του εσωτερικού του ροδιού.
Συνέχεια »Γκρέκα
Γκρέκα: διακοσμητικό σχήμα μαιάνδρου.
Συνέχεια »Γκρας
Γκρας: οπισθογεμές ντουφέκι παλαιού τύπου . Χρησιμοποιήθηκε από τον ελληνικό στρατό , κυρίως στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου
Συνέχεια »Γκούλας
Γκούλας: φαγητό κατσαρόλας ουγγρικής προελεύσεως από χοιρινό ή μοσχαρίσιο κρέας , καρυκευμένο με πάπρικα.
Συνέχεια »Γκορτσιά
Γκορτσιά: η αγριοαχλαδιά.
Συνέχεια »Γκόλφι
Γκόλφι : το εγκόλπιο.
Συνέχεια »Γκλάβα
Γκλάβα: το κεφάλι , το μυαλό.
Συνέχεια »Γκιουλέκας
Γκιουλέκας: αυτός που παριστάνει τον νταή , τον σκληρό , τον παλικαρά.
Συνέχεια »Γκιόσα
Γκιόσα: γίδα ή προβατίνα μεγάλης ηλικίας , που δεν γεννά πλέον . Μεταφορικά το λέμε για γυναίκα γερασμένη , κακοφτιαγμένη και στριμμένη.
Συνέχεια »Γκιόνης
Γκιόνης: μικρή κουκουβάγια.
Συνέχεια »Γκινέα
Γκινέα : παλαιό χρυσό αγγλικό νόμισμα.
Συνέχεια »Γκιλοτίνα
Γκιλοτίνα: ειδικός μηχανισμός που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα για τον αποκεφαλισμό καταδίκων.
Συνέχεια »