Θωμισμός : Η διδασκαλία του Θωμά του Ακινάτου κορυφαίου Ιταλού σχολαστικού θεολόγου και φιλοσόφου , αγίου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Η φιλοσοφία του Ακινάτου στηρίζεται στην ανθρώπινη λογική , ενώ η θεολογία στηρίζεται στη θεία αποκάλυψη και την αυθεντία της Εκκλησίας.
Συνέχεια »admin
Θιγμοτροπισμός ή απτοτροπισμός
Θιγμοτροπισμός : Οι χαρακτηριστικές κινήσεις που πραγματοποιούν τα διάφορα αναρριχητικά φυτά , για να συλλάβουν διάφορα όρθια στηρίγματα και να συγκρατηθούν απ’ αυτά στην προσπάθειά τους να ανορθωθούν πάνω από το έδαφος.
Συνέχεια »Θητακισμός
Θητακισμός : Διαταραχή του λόγου , που χαρακτηρίζεται ως μερικός τραυλισμός .Εκείνος που πάσχει από θητακισμό , δεν μπορεί να προφέρει σωστά το γράμμα (θ). Άλλοτε το προφέρει ως (σ) , σπανιότερα δε ως (τ) ή (κ).
Συνέχεια »Θετικισμός
Θετικισμός : Το φιλοσοφικό δόγμα κατά το οποίο υπάρχει ότι προέρχεται από την εμπειρία και είναι θετικά εξακριβωμένο.
Συνέχεια »Θεσπισμός
Θεσπισμός : Το να καθιερώσει κανείς νέους νόμους , θεσπίσματα ( νομοθετήματα). Η θέσπιση νομοθετημάτων .
Συνέχεια »Θερμοτακτισμός ή θερμοτροπισμός
Θερμοτακτισμός : Η αντίδραση των ζώων απέναντι στη θερμότητα. Μερικοί ζωικοί οργανισμοί μετακινούνται προς μια πηγή θερμότητας ( θετικός θερμοτροπισμός ) ή απομακρύνονται από αυτήν ( αρνητικός θερμοτροπισμός).
Συνέχεια »Θερμοκλιματισμός
Θερμοκλιματισμός : Ο συνδυασμός θερμοθεραπείας (λουτρά κ.ά.) και κλιματοθεραπείας.
Συνέχεια »Θεοσοφισμός
Θεοσοφισμός : Θρησκευτικοφιλοσοφικό σύστημα , σύμφωνα με το οποίο η γνώση του θεού και των θείων πραγμάτων γενικά επιτυγχάνεται όχι τόσο με τη διαδικασία της νοητικής ανάπτυξης όσο με την ανάπτυξη του θρησκευτικού συναισθήματος , που οδηγεί σε μια μυστική …
Συνέχεια »Θεοπαιχτισμός
Θεοπαιχτισμός :Ο όρος χαρακτηρίζει εκείνους που εμπαίζουν το Θεό ή τα Θεία (θεομπαίχτες ) , που υποκρίνονται τον ευσεβή , ενώ δεν έχουν ιερό και όσιο
Συνέχεια »Γίντις
Γίντις : η γερμανοεβραϊκή γλώσσα.
Συνέχεια »Γινάτι – ινάτι
Γινάτι – ινάτι : το πείσμα , η ισχυρογνωμοσύνη
Συνέχεια »Γιδάρης
Γιδάρης : αυτός που βόσκει γίδια , ο γιδοβοσκός.
Συνέχεια »Γιατροπορεύω
Γιατροπορεύω : παρέχω σε κάποιον πρώτες βοήθειες με πρόχειρα μέσα , μέχρι να έρθει ο γιατρός.
Συνέχεια »Γιατάκι
Γιατάκι : το στρώμα πάνω στο οποίο ξαπλώνει κανείς , το κρεβάτι.
Συνέχεια »Γιασμάκι
Γιασμάκι : καλύπτρα που σκεπάζει το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλιού και του προσώπου των Μουσουλμάνων γυναικών , για να μην εκτίθεται το πρόσωπό τους σε δημόσια θέα
Συνέχεια »Γιαραμπής
Γιαραμπής : ο Αλλάχ , ο θεός
Συνέχεια »