Αποκρένουμι (ρήμα) = απαντώ
Συνέχεια »admin
Απόθαρρους
Απόθαρρους (ο) = απόφαση. χρησιμοποιείται μόνο η έκφραση «πηρα τουν απόθαρρου μ΄» : «το πήρα απόφαση».
Συνέχεια »Αμσίσ΄κα
Αμσίσ΄κα (ρημα) = αναφέρεται μόνο στον αόριστο και σημαίνει: σιχάθηκα, βαρέθηκα
Συνέχεια »Άναφταν οι πουδές τ΄ς
Άναφταν οι πουδές τ΄ς (εκφρ.) = βιάζονταν
Συνέχεια »Αγροικώ
Αγροικώ = ξέρω, γνωρίζω, σκαμπάζω
Συνέχεια »Αμπασκάλ΄
Αμπασκάλ΄ (η) = κόρφος
Συνέχεια »Απ΄κάζου
Απ΄κάζου (ρημ.) = γνωρίζω, καταλαβαίνω, μαθαίνω
Συνέχεια »Απόϊρας
Απόϊρας (ο) = χείμαρρος μετά από νεροποντή
Συνέχεια »Ακουτώ
Ακουτώ (ρημ.) = τολμώ
Συνέχεια »Αλαφρός
Αλαφρός (ο) = ο ελαφρός στο μυαλό, ο χαζός
Συνέχεια »Αρχαίνου
Αρχαίνου (ρημ.) = δροσίζομαι
Συνέχεια »Αρχαίνου
Αρχαίνου (ρημ.) = δροσίζομαι
Συνέχεια »Αρμός
Αρμός (ο) = φόρα (μι αρμόν= με φόρα)
Συνέχεια »Ανιέτ΄
Ανιέτ΄ (το) = έθιμο, συνήθεια
Συνέχεια »Αστουχνώ
Αστουχνώ = ξεχνώ
Συνέχεια »Αητιέρ΄
Αητιέρ΄ (το) = ξεφτέρι
Συνέχεια »