Ειλητάριο : στενή και επιμήκης λωρίδα περγαμηνής που τυλιγόταν γύρω από τον κόντο, ώστε να μπορεί να ξεδιπλώνεται και να διπλώνεται και που χρησιμοποιούνταν για την αναγραφή σε αυτή της Θείας Λειτουργίας και την ανάγνωση των Ευχών από τον ιερέα.
Συνέχεια »admin
Ειλημμένος
Ειλημμένος : αυτός που έχει ληφθεί.
Συνέχεια »Εικότως
Εικότως : κατά λογικό και εύλογο τρόπο.
Συνέχεια »Εικοτολογία
Εικοτολογία : η αυθαίρετη διατύπωση εκδοχών και συμπερασμάτων, η διερεύνηση μέσω υποθέσεων και η συζήτηση χωρίς αποδείξεις.
Συνέχεια »Εικονοκλαστικός
Εικονοκλαστικός : ο εικονομαχικός, αυτός που σχετίζεται με την εικονομαχία.
Συνέχεια »Είθισται
Είθισται : συνηθίζεται, υπάρχει η συνήθεια.
Συνέχεια »Είθε
Είθε : δηλώνει ευχή και επιθυμία.
Συνέχεια »Ειδότες
Ειδότες : αυτοί που γνωρίζουν καλά τα πράγματα.
Συνέχεια »Ειδεχθής
Ειδεχθής : αυτός που είναι αποκρουστικός στη όψη και τη θέα, αυτός που προκαλεί αηδία και αποτροπιασμό.
Συνέχεια »Ειδεμή
Ειδεμή : σε αντίθετη περίπτωση, διαφορετικά.
Συνέχεια »Εθνοτικός
Εθνοτικός : αυτός που σχετίζεται με πληθυσμιακή ομάδα ενός έθνους, η οποία αποτελεί ενότητα.
Συνέχεια »Εθνοκεντρισμός
Εθνοκεντρισμός : η αναγωγή των πάντων στην ιδέα του έθνους και στο ίδιο το έθνος.
Συνέχεια »Εθνοκάθαρση
Εθνοκάθαρση : η βίαιη μετακίνηση των μελών μιας εθνότητας από μια περιοχή ή και ο αφανισμός τους, η μαζική τους εξόντωση.
Συνέχεια »Εθνοβόρος
Εθνοβόρος : ο φθοροποιός ή και καταστροφικός για το έθνος.
Συνέχεια »Εθνικόφρων
Εθνικόφρων : αυτός που έχει εθνικά φρανήματα, που πιστεύει στην ιδέα του έθνους, την υποστηρίζει και την προβάλλει.
Συνέχεια »Εθνικοποίηση
Εθνικοποίηση : το να γίνε κάτι εθνικό, το να υπάγεται στην ευθύνη του κράτους.
Συνέχεια »