Αλέγρος : αυτός που χαρακτηρίζεται από ζωηρότητα , χαρά και ευθυμία .
Συνέχεια »admin
ΑΛΕΑ
Αλέα : ομάδα δέντρων φυτεμένων σε κανονική απόσταση το ένα πίσω από το άλλο , ώστε να σχηματίζουν σειρά .
Συνέχεια »ΑΛΑΡΓΙΝΟΣ
Αλαργινός : αυτός που βρίσκεται μακριά , απομακρυσμένος .
Συνέχεια »ΑΚΥΡΟΛΟΓΙΑ
Ακυρολογία : η ακυρολεξία , η χρήση λέξεων ή εκφράσεων με ανακριβή σημασία .
Συνέχεια »ΑΚΡΩΡΕΙΑ
Ακρώρεια : η άκρη , η κορυφή του όρους .
Συνέχεια »ΑΚΡΩΝΥΜΙΟ
Ακρωνύμιο : λέξη που σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα ή συλλαβές άλλων τάξεων .
Συνέχεια »ΑΚΡΩΜΙΟ
Ακρώμιο : το ακραίο τμήμα του ώμου .
Συνέχεια »ΑΚΡΩΔΥΝΙΑ
Ακροδυνία : ο πόνος των άκρων . Μορφή ρευματίτιδας .
Συνέχεια »ΑΚΡΟΤΕΛΕΥΤΙΟΣ
Ακροτελεύτιος : ο απολύτως τελευταίος . “το ακροτελεύτιο ” : το περιοδικώς επαναλαμβανόμενο τμήμα ενός τραγουδιού .
Συνέχεια »ΑΚΡΟΣΤΑΣΙΑ
Ακροστασία : η γυμναστική άσκηση κατά την οποία ανυψώνει κανείς το σώμα του αργά , ώστε να στέκεται ακίνητος , στηριζόμενος στα δάχτυλα των ποδιών .
Συνέχεια »ΑΚΡΟΠΥΡΓΙΟ
Ακροπύργιο : ο ψηλότερος πύργος φρουρίου .
Συνέχεια »ΑΚΡΟΠΡΩΡΟ
Ακρόπρωρο : η γλυπτή παράσταση ανθρωπόμορφων θρησκευτικών ή εθνικών συμβόλων , την οποία τοποθετούσαν παλαιότερα στην άκρη της πλώρης (πρώρας ) των πλοίων για διακοσμητικούς λόγους .
Συνέχεια »ΑΚΡΟΠΟΔΗΤΙ
Ακροποδητί : στα νύχια των ποδιών , ώστε να μην προκαλείται θόρυβος .
Συνέχεια »ΑΚΡΟΝ ΑΩΤΟΝ
Ακρον άωτον : το πλέον ακραίο σημείο , το υπέρτατο όριο ( πράγματος , καταστάσεως κλπ.).
Συνέχεια »ΑΚΡΟΜΟΛΙΟ
Ακρομόλιο : το άκρο του μόλου ή του κυματοθράυστη , που βρίσκεται προς τη μεριά της ανοιχτής θάλασσας .
Συνέχεια »ΑΚΡΟΓΑΜΙΑ
Ακρογαμία : η γονιμοποίηση των ανθοφόρων φυτών μέσω της γύρης .
Συνέχεια »