14 Οκτωβρίου, 2003Έννοιες - Αρετές
Άμιλλα είναι θλίψη προερχόμενη από την υπεροχή του συναγωνιστού μας, ανακατωμένη με την ελπίδα του να τον ξεπεράσουμε, την κατάλληλη στιγμή, με την ικανότητά μας. Ενώ φθόνος είναι η ίδια θλίψη, ανακατωμένη με την ηδονή του να ιδούμε το συναγωνιστή …
Συνέχεια »14 Οκτωβρίου, 2003Έννοιες - Αρετές
Η άμιλλα είναι ευγενικό πάθος, άξιον για εκτίμηση .
Συνέχεια »14 Οκτωβρίου, 2003Έννοιες - Αρετές
Η άμιλλα ενθαρρύνει προς μίμηση θαυμαστών πράξεων.
Συνέχεια »13 Οκτωβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αερόδυνο : κάθε αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα , που πετά με βάση τις αεροδυνάμεις . π.χ αεροπλάνο , ελικόπτερο ..
Συνέχεια »13 Οκτωβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αερόγραμμα : η επιστολή της οποίας ο φάκελος θεωρείται το ίδιο χαρτί το οποίο είναι γραμμένη , εφόσον διπλωθεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε στην εξωτερική πλευρά να αναγραφούν τα στοιχεία του αποστολέα και του παραλήπτη και να επικολληθεί το γραμματόσημο …
Συνέχεια »13 Οκτωβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αερόγαμος : φυτό του οποίου η επικονίαση γίνεται από τη γύρη που μεταφέρει ο αέρας .
Συνέχεια »13 Οκτωβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αερόβιος : αυτός που χρειάζεται οξυγόνο για να υπάρξει ή να συντελεστεί .
Συνέχεια »13 Οκτωβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αεροβάμων : αυτός που βρίσκεται εκτός πραγματικότητας .
Συνέχεια »13 Οκτωβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αεριόφως : το φως που παράγεται από φωταέριο .
Συνέχεια »13 Οκτωβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αεργία : το να μην εργάζεται κανείς με προσωπική του επιλογή ( κυρίως από τεμπελιά ).
Συνέχεια »13 Οκτωβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αεράκατος : σκάφος μικρού βυθίσματος που προωθείται με έλικα και διευθύνεται με πηδάλιο αεροσκάφους .
Συνέχεια »13 Οκτωβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αεράγημα : το στρατιωτικό άγημα που μεταφέρεται με αεροπλάνο ή ελικόπτερο .
Συνέχεια »13 Οκτωβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αείφυλλος : αυτός που διατηρεί πάντοτε το φύλλωμά του .
Συνέχεια »13 Οκτωβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αειφορία : η βασική αρχή της δασοπονίας , που αποσκοπεί στην απόδοση του ίδιου ποσού δασικών προϊόντων ετησίως ή κατά περιόδους .
Συνέχεια »13 Οκτωβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αειφανής : αυτός που είναι πάντοτε ορατός .
Συνέχεια »13 Οκτωβρίου, 2003Ελληνικό Λεξικό
Αείποτε : πάντοτε , διαρκώς … ανέκαθεν , από πάντα , από παλιά .
Συνέχεια »