Η καταπράυνση κάποιου που είναι οργισμένος . Η εξιλέωση , η εξευμένιση .
Συνέχεια »Εξηλεκτρισμός
Ευρύτατη χρησιμοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας για την εντατικότερη εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της εθνικής οικονομίας και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του πληθυσμού μιας χώρας .
Συνέχεια »Εξιστενσιαλισμός
Διεθνής όρος που χαρακτηρίζει τη φιλοσοφική θεωρία , που αποδίδεται στην ελληνική με τον όρο «υπαρξισμός» .
Συνέχεια »Εξοβελισμός
Η απόρριψη ενός κειμένου ως νόθου . Το διώξιμο κάποιου , το παραμέρισμα , η εξοβέλιση .
Συνέχεια »Εξπεριμενταλισμός
Η πειραματοκρατία . Ο όρος δέχεται μόνο την πειραματική μέθοδο σαν κριτήριο αλήθειας των θεωριών κι εφαρμογών
Συνέχεια »Εξωμορφισμός
Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται οι μεταβολές ή οι αλλοιώσεις των διαφόρων πετρωμάτων που γίνονται όταν αυτά έλθουν σε επαφή με τα εκρηξιγενή πετρώματα.
Συνέχεια »Εξαστισμός
Ο όρος προσδιορίζει την πολιτιστική εξέλιξη του πληθυσμού στο ύπαιθρο . Όταν σε μια περιοχή στο ύπαιθρο εμφανίζονται εκδηλώσεις πολιτιστικές ( που συνήθως συνδέονται με τα αστικά κέντρα ) , θεωρείται τότε ότι ο πληθυσμός της περιοχής γίνεται «αστικός» (εξαστίζεται …
Συνέχεια »Ενστερνισμός
Το να δέχομαι κάτι με θέρμη. Το να επιδοκιμάζω κάτι, να το κάνω δικό μου , να το ασπάζομαι , να το αποδέχομαι .
Συνέχεια »Eντοιχισμός
Η τοποθέτηση ή προσαρμογή ενός πράγματος (π.χ. μιας ντουλάπα ς , μίας κουζίνας ), μέσα στον τοίχο. Η εντοίχιση. Το κλείσιμο ενός χώρου μέσα σε τοίχο.
Συνέχεια »Eντοπισμός
Ο περιορισμός σε κάποιον τόπο. Η παρεμπόδιση επέκτασης.Από Ιατρική άποψη : Ο προσδιορισμός της θέσης ξένων σωμάτων, ή όγκων, ή φλεγμονών κ.λπ. στον οργανισμό. Επιτυγχάνεται με διάφορα μέσα (ακτινογραφία, ακτινοσκόπηση κ.λπ.). Επίσης, σημαίνει τον περιορισμό μιας επιδημίας σε μια ορισμένη …
Συνέχεια »Εξαγνισμός
Καθάρισμα του ηθικού ρύπου , του μιάσματος , της προβολής . Η εξάγνιση. : Το να γίνει κάποιος αγνός , αποτάσσοντας τις αμαρτίες που τον βαραίνουν .
Συνέχεια »Εξαερισμός
Η εξαέριση. Η αποβολή αέρα ή άλλου αερίου από κάποιο χώρο.
Συνέχεια »Εξακοντισμός
Το να ρίχνει κανείς “κάτι” με ορμή σαν το ακόντιο. Εκσφενδονισμός, εκτίναξη. Το να βάλει κανείς από απόσταση. Η ταχύτατη φυγή. Η εξακόντιση.
Συνέχεια »Εξανδραποδισμός
Το να μεταβληθεί κάποιος σε ανδράποδο , να οδηγηθεί σε υποδούλωση , να γίνει όργανο τρίτων . Το να γίνει κάποιος υποχείριο. Ο σφετερισμός, η υπεξαίρεση, η δήμευση.
Συνέχεια »Εξανδρισμός
Η ανδροπρεπής συμπεριφορά της γυναίκας, σ’ όλους τους τομείς της δραστηριότητας (επαγγελματικό, κοινωνικό, πολιτικό κ.λπ.) και της ζωής …
Συνέχεια »Εξανεμισμός
Η εξανέμιση. Για χρήματα σημαίνει η κατασπατάληση, το αλόγιστο ξόδεμα. Η εξαφάνιση, η καταστροφή.
Συνέχεια »