Εδαφικότητα : το δικαίωμα κράτους να τιμωρεί τους αλλοδαπούς που διαπράττουν έγκλημα στο έδαφος του.
Συνέχεια »Έδικτον
Έδικτον : διάταγμα που εκδιδόταν από άρχοντα.
Συνέχεια »Έγγειος
Έγγειος : αυτός που αναφέρεται στη γη, που συνιστά ακίνητο περιουσιακό στοιχείο ή προέρχεται από αυτό.
Συνέχεια »Έγκλεισμα
Έγκλεισμα : μικροσκοπικό σώμα σε στερεή, υγρή ή αέρια κατάσταση, που εγκλείεται στους κρυστάλλους διαφόρων ορυκτών.
Συνέχεια »Έγγιστα
Έγγιστα : πάρα πολύ κοντά.
Συνέχεια »Εγκλείστρα
Εγκλείστρα : κάθε κλειστός χώρος, σπηλιά, όπου μονάζει ένας ασκητής.
Συνέχεια »Εγγράμματος
Εγγράμματος : αυτός που γνωρίζει γράμματα, που έχει μόρφωση.
Συνέχεια »Εγκληματογραφία
Εγκληματογραφία : η περιγραφή και κατάταξη των εγκλημάτων.
Συνέχεια »Εγγραφέας
Εγγραφέας : όργανο που επιτρέπει τη συνεχή ή κατά διαστήματα καταγραφή της πορείας ενός φυσικού μεγέθους.
Συνέχεια »Έγκληση
Έγκληση : η καταγγελία αδικήματος με απαίτηση τιμωρίας του δράστη, μήνυση που υποβάλλεται εκ μέρους του παθόντος ή σχετικού προσώπου για αξιόποινη πράξη που διαπράχθηκε εναντίον του ή εναντίον των οικείων του.
Συνέχεια »Εγγύς
Εγγύς : κοντά, σε πολύ μικρή απόσταση.
Συνέχεια »Εγείρω
Εγείρω : σηκώνω κάτι όρθιο, υψώνω.
Συνέχεια »Εγελιανισμός
Εγελιανισμός : το φιλοσοφικό σύστημα του Εγέλου και των συνεχιστών του, που διέπεται από τις αρχές της διαλεκτικής του.
Συνέχεια »Έγια μόλα
Έγια μόλα : επιφών, για να δίνει τον ρυθμό σε κωπηλάτες ή για τον συντονισμό των κινήσεων κατά τη μετακίνηση βαριών αντικειμένων.
Συνέχεια »Εγκάθετος
Εγκάθετος : αυτός που σκόπιμα τοποθετείται κάπου, εκτελώντας πιστά συγκεκριμένες εντολές, συνήθως για την επιδοκιμασία ή την αποδοκιμασία πολιτικών προσώπων.
Συνέχεια »Εγκαθίδρυση
Εγκαθίδρυση : η ίδρυση σε συγκεκριμένο τόπο.
Συνέχεια »