Δυτικιστής : ο δυτικόφιλος.
Συνέχεια »Δώθε ή εδώθε
Δώθε ή εδώθε : από αυτό το μέρος, από εδώ.
Συνέχεια »Δωσιδικία
Δωσιδικία : η κατά τόπον αρμοδιότητα κάθε δικαστηρίου από τη σκοπιά του διαδίκου ή της επίδικης υποθέσεως.
Συνέχεια »Δωσίλογος
Δωσίλογος : αυτός που υποχρεούται να λογοδοτήσει για τις πράξεις του, για τις παρανομίες που έχει διαπράξει.
Συνέχεια »Εαρινποίηση
Εαρινποίηση : τεχνητή έκθεση νεαρών φυτών ή των σπερμάτων τους σε χαμηλές θερμοκρασίες, με σκοπό την ταχύτερη ανάπτυξη τους και την επιτάχυνση του βιολογικού τους κύκλου.
Συνέχεια »Εαυτοσκοπία
Εαυτοσκοπία : σπάνια οπτική ψευδαίσθηση, κατά την οποία το άτομο νομίζει ότι βλέπει το είδωλο του σώματος του όπως σε καθρέπτη.
Συνέχεια »Δύστηκτος
Δύστηκτος : αυτός που τήκεται με δυσκολία, που δεν λειώνει εύκολα.
Συνέχεια »Εβαπορίτης
Εβαπορίτης : χημικό ίζημα το οποίο σχηματίζεται μετά την εξάτμιση του διαλυτικού μέσου και την απόθεση διαλυμένων αλάτων, όπως είναι ο γύψος, ο ανυδρίτης ή το ορυκτό άλας.
Συνέχεια »Δύστηνος
Δύστηνος : δυστυχής, άτυχος.
Συνέχεια »Εβενίδες
Εβενίδες : θάμνοι και δέντρα τροπικών περιοχών με χαρακτηριστικό σκούρο ξύλο.
Συνέχεια »Δυσήλιος
Δυσήλιος : αυτός που δεν φωτίζεται από τον ήλιο, που δύσκολα τον βλέπει ο ήλιος.
Συνέχεια »Δυσήνιος
Δυσήνιος : αυτός που δύσκολα δέχεται χαλινάρι, αδάμαστος.
Συνέχεια »Δυσηχαγωγός
Δυσηχαγωγός : αυτός που δεν επιτρέπει το πέρασμα του ήχου από μια επιφάνεια σε άλλη μέσα από τη μάζα του.
Συνέχεια »Δυσθανασία
Δυσθανασία : η παρατεταμένη και επώδυνη επιθανάτια αγωνία, ο αργός και βασανιστικός θάνατος.
Συνέχεια »Δυσθυμία
Δυσθυμία : η κακή ψυχική διάθεση, η έλλειψη κεφιού και όρεξης για ζωή.
Συνέχεια »Δυσιδρωσία
Δυσιδρωσία : η παθολογική κατακράτηση του ιδρώτα μέσα στο δέρμα, που εκδηλώνεται με εξανθήματα της επιδρμίδας.
Συνέχεια »