Δυστοκία : δυσκολία κατά την πορεία του τοκετού.
Συνέχεια »Εγγαστρίμυθος
Εγγαστρίμυθος : το πρόσωπο που μπορεί να μιλά με ελάχιστη ή χωρίς καθόλου κίνηση των χειλιών του, ώστε η φωνή να φαίνεται ότι παράγεται από άλλη πηγή και όχι από τον πραγματικό ομιλούντα.
Συνέχεια »Δυστονία
Δυστονία : νευρολογική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από ισχυρούς ακούσιους μυϊκούς σπασμούς, οι οποίοι προκαλούν την επώδυνη καθήλωση του σώματος σε ορισμένη στάση.
Συνέχεια »Εγγειοβελτιωτικός
Εγγειοβελτιωτικός : αυτός που αποβλέπει στη βελτίωση της γεωργικής εκμετάλλευσης της γης, στην αύξηση της απόδοσης του εδάφους.
Συνέχεια »Δυστροφία
Δυστροφία : διαταραχή στην ανάπτυξη, που οφείλεται σε ελλιπή διατροφή ιστού, οργάνου ή και ολόκληρου το οργανισμού με τις συνακόλουθες αλλοιώσεις.
Συνέχεια »Δυσχεραίνω
Δυσχεραίνω : προβάλλω εμπόδια σε (κάτι), διαταράσσω την ομαλή διεξαγωγή του.
Συνέχεια »Δυσχρωματοψία
Δυσχρωματοψία : κάθε διαταραχή της όρασης, που συνδέεται με δυσκολία στη διάκριση ορισμένων χρωμάτων.
Συνέχεια »Δυσχρωμία
Δυσχρωμία : ανωμαλία στη χρωστική του δέρματος.
Συνέχεια »Δυσωδία
Δυσωδία : άσχημη και ανυπόφορη μυρωδιά.
Συνέχεια »Δυσώνυμος
Δυσώνυμος : αυτός που έχει βγάλει κακό όνομα και φήμη, που προκαλεί αποτροπιασμό και στο άκουσμα μόνο του ονόματος του.
Συνέχεια »Δυσμάς
Δυσμάς : στα δυτικά, προς τη δύση.
Συνέχεια »Δυσμνησία
Δυσμνησία : διαταραχή της μνήμης κατά την οποία το άτομο εμφανίζει δυσκολία να ανακαλέσει συγκεκριμένες αναμνήσεις κατά την επιθυμητή στιγμή.
Συνέχεια »Δυσειδής
Δυσειδής : αυτός που έχει άσχημη μορφή.
Συνέχεια »Δυσοίωνος
Δυσοίωνος : αυτός που προοιωνίζεται κακή έκβαση, που δεν αφήνει περιθώρια για θετικές εξελίξεις.
Συνέχεια »Δυσεκτασία
Δυσεκτασία : διαταραχή κατά τη διάνοιξη του στομίου της ουροδόχου κύστης.
Συνέχεια »Δυσπαρευνία
Δυσπαρευνία : η παθολογική κατάσταση κατά την οποία η συνουσία είναι επώδυνη ή δυσχερής για την γυναίκα λόγω ψυχολογικών ή οργανικών αιτιών.
Συνέχεια »