Δρωτσίλα : η εμφανίση εξανθημάτων στο δέρμα, που οφείλεται στη υπερβολική εφίδρωση κατά τις καλοκαιρινές ζέστες.
Συνέχεια »Δυναμό
Δυναμό : η συσκευή που παράγει συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα και τροφοδοτεί μπαταρίες, όσο και ηλεκτρικές εγκαταστάσεις αυτοκινήτων.
Συνέχεια »Δουλόφρων
Δουλόφρων : αυτός που έχει φρόνημα και τρόπο ζωής δούλου.
Συνέχεια »Δύνη
Δύνη : μονάδα μετρήσεως της δύναμης που ασκείται σε μάζα γραμμαρίου, προκείμενου να μετακινηθεί με επιτάχυνση ένα εκατοστό ανά δευτερόλεπτο.
Συνέχεια »Δούναι
Δούναι : οι συναλλαγές, οι δοσοληψίες.
Συνέχεια »Δυσαισθησία
Δυσαισθησία : η κατάσταση, κατά την οποία από συνηθισμένα ερεθίσματα προκύπτουν δυσάρεστα αισθήματα.
Συνέχεια »Δράγα – ντράγα
Δράγα – ντράγα : το δίχτυ που χρησιμοποιούν οι ψαράδες για να μαζεύουν κοράλλια, σφουγγάρια κ.ά. από το βυθό.
Συνέχεια »Δυσαρθρία
Δυσαρθρία : η διαταραχή της ορθής προφοράς και άρθρωσης των λέξεων, είδος τραυλισμού.
Συνέχεια »Δραγομάνος – δραγουμάνος
Δραγομάνος – δραγουμάνος : ο διερμηνέας ή μεταφραστής στην αυλή του Σουλτάνου, συνήθως μη τουρκικής καταγωγής.
Συνέχεια »Δυσγενεσία
Δυσγενεσία : το φαινόμενο κατά το οποίο από τη διασταύρωση διαφορετικών ειδών γεννιούνται απόγονοι στείροι μεταξύ τους και γόνιμοι με μέλη της πατρικής ή μητρικής γενιάς.
Συνέχεια »Δραγόνος
Δραγόνος : πολεμιστής του ελαφρού ιππικού, ο οποίος μαχόταν και ως στρατιώτης του πεζικού.
Συνέχεια »Δράκα
Δράκα : η ποσότητα που μπορεί να κρατήσει κανείς στη χούφτα του.
Συνέχεια »Δρασκελιά
Δρασκελιά : το άνοιγμα των ποδιών κατά τον βηματισμό.
Συνέχεια »Δράττομαι
Δράττομαι : αρπάζω, επωφελούμαι.
Συνέχεια »Δραχμοσυντήρητος
Δραχμοσυντήρητος : αυτός που συντηρείται με πενιχρούς οικονομικούς πόρους, που μπορεί να εξασφαλίσει ένα ελάχιστα ανεκτό βιοτικό επίπεδο.
Συνέχεια »Δρεπανοκύτταρο
Δρεπανοκύτταρο : το ερυθρό αιμοσφαίριο, του οποίου το σχήμα έχει παραμορφωθεί τόσο ώστε να μοιάζει με δρεπάνι λόγω ελαττώσεως του οξυγόνου του περιβάλλοντος του.
Συνέχεια »