Δράκα : η ποσότητα που μπορεί να κρατήσει κανείς στη χούφτα του.
Συνέχεια »Δράκα
23 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Προσπάθεια δημιουργίας ένος λεξικού με λέξεις και έννοιες που συχνά χρησιμοποιούμε άλλα δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους σημασία.
23 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δράκα : η ποσότητα που μπορεί να κρατήσει κανείς στη χούφτα του.
Συνέχεια »23 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δρασκελιά : το άνοιγμα των ποδιών κατά τον βηματισμό.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δονκιχώτης : αυτός που δεν έχει αίσθηση της πραγματικότητας και παρασύρεται από ρομαντικές φαντασιοπληξίες, αυτός που αναλίσκεται σε αδιέξοδες, ουτοπικές διεκδικήσεις.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δοριάλωτος : αυτός που κατακτήθηκε με πόλεμο.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δορίκτητος ή Δρύκτητος : αυτός που αποτέλεσε λάφυρο πολέμου ή έχει κυριευθεί με πόλεμο.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δοσατζής : ο έμπορος που επισκέπτεται πελάτες και πουλάει με δόσεις.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δοκησίσοφος : αυτός που θεωρεί τον εαυτό του σοφό, ο κατά φαντασίαν σοφός.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δοσιμετρία : η μέτρηση με δοσίμετρο της δόσης της ιοντίζουσας ακτινοβολίας που έχει απορροφήσει(κάποια ύλη).
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δοκητισμός : χριστιανική αίρεση που βασίζεται στον δυϊσμό, κατά την οποία η ενανθρώπιση του Χριστού ήταν φαινομενική.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δοτικοφανής : αυτός που θυμίζει τη δοτική πτώση ή που εμφανίζεται σε δοτική πτώση.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δολερός : αυτός που χαρακτηρίζεται από δόλο, που εκφράζει ή χρησιμοποιεί δόλια μέσα, πανούργος.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δουλοκτητικός : αυτός που σχετίζεται με το σύστημα της δουλοκτησίας.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δολιχοδρομώ : διανύω μεγάλη απόσταση, καθυστερώ.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δουλοπαροικία : το σύστημα κατά το οποίο εκτάσεις γης που άνηκαν σε φεουδάρχη καλλιεργούνταν από δουλοπάροικους.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δολιχοκεφαλία : η ανάπτυξη του ανθρώπινου κρανίου κατά τρόπον ώστε να είναι πολύ μακρύ σε σχέση με το πλάτος του.
Συνέχεια »11 Ιουνίου, 2008Ελληνικό Λεξικό
Δουλοπρεπής : αυτός που επιδεικνύει συμπεριφορά δούλου.
Συνέχεια »