Δοιάκι : μοχλός που χρησιμοποιείται για την περιστροφή του πηδαλίου στα πλοία.
Συνέχεια »Δίστηλος
Δίστηλος : αυτός που έχει ή εκτείνεται σε δύο στήλες.
Συνέχεια »Δόκανο
Δόκανο : παγίδα για την σύλληψη θηραμάτων.
Συνέχεια »Διστομίαση
Διστομίαση : λοίμωξη του ανθρώπου και των μηρυκαστικών, την οποία προκαλούν τα παρασιτικά σκουλήκια τα οποία ονομάζονταιδίστομα και που εκδηλώνεται ανάλογα με την περίπτωση με διάρροια, φαγούρα κ.ά.
Συνέχεια »Δισχιδής
Δισχιδής : αυτός που είναι σχισμένος στα δύο, διχαλωτός.
Συνέχεια »Διττογραφία
Διττογραφία : η αντιγραφή συλλαβής, λέξης ή φράσεως δύο φορές από τον αντιγραφέα ενός κειμένου λόγω σφάλματος.
Συνέχεια »Διττός
Διττός : διπλός, αυτός που αποτελείται από δύο μέρη ή είναι δύο ειδών.
Συνέχεια »Διυλίζω
Διυλίζω : περνώ υγρό μέσα από φίλτρο, για να το απαλλάξω από ξένες ουσίες.
Συνέχεια »Δίφορος
Δίφορος : αυτός που καρποφορεί δύο φορές τον χρόνο.
Συνέχεια »Δίφρος
Δίφρος : κάθισμα χωρίς ράχη και βραχίονες.
Συνέχεια »Διχειλικός
Διχειλικός : φθόγγος που παράγεται με τη βοήθεια και των δύο χειλιών.
Συνέχεια »Διμεταλλισμός
Διμεταλλισμός : νομισματικό σύστημα που ίσχυε μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα και βασιζόταν σε διπλό μεταλλικό νομισματικό κανόνα, δηλαδή στην παράλληλη χρήση χρυσού και αργυρού ως μέσου συναλλαγής.
Συνέχεια »Διπυρίτης
Διπυρίτης : κάτι που ψήθηκε δύο φορές, για να διατηρηθεί περισσότερο.
Συνέχεια »Διμήνι
Διμήνι : είδος σιταριού που θερίζεται δύο μήνες μετά τη σπορά του.
Συνέχεια »Δισάκι
Δισάκι : δύο μικροί σάκοι από ύφασμα ή δέρμα, ενωμένοι στο επάνω μέρος, για τη μεταφορά ατομικών ειδών.
Συνέχεια »Δίμιτος
Δίμιτος : ύφασμα, υφασμένο με δύο κωστές, που έχει πυκνή ύφανση.
Συνέχεια »