Δισχιδής : αυτός που είναι σχισμένος στα δύο, διχαλωτός.
Συνέχεια »Διττογραφία
Διττογραφία : η αντιγραφή συλλαβής, λέξης ή φράσεως δύο φορές από τον αντιγραφέα ενός κειμένου λόγω σφάλματος.
Συνέχεια »Διττός
Διττός : διπλός, αυτός που αποτελείται από δύο μέρη ή είναι δύο ειδών.
Συνέχεια »Διυλίζω
Διυλίζω : περνώ υγρό μέσα από φίλτρο, για να το απαλλάξω από ξένες ουσίες.
Συνέχεια »Δίφορος
Δίφορος : αυτός που καρποφορεί δύο φορές τον χρόνο.
Συνέχεια »Δίφρος
Δίφρος : κάθισμα χωρίς ράχη και βραχίονες.
Συνέχεια »Διχειλικός
Διχειλικός : φθόγγος που παράγεται με τη βοήθεια και των δύο χειλιών.
Συνέχεια »Διχοστασία
Διχοστασία : η διάσταση απόψεων, συμφερόντων.
Συνέχεια »Διωδία
Διωδία : μελωδία που εκτελείται από δύο φωνές, ντουέτο.
Συνέχεια »Διωστήρας
Διωστήρας : ράβδος που μετατρέπει την παλινδρομική κίνηση σε περιστροφική μεταξύ δύο εξαρτημάτων αρθρωμένων στα άκρα της με παράλληλους άξονες.
Συνέχεια »Δόγα
Δόγα : κυρτή σανίδα βαρελιού.
Συνέχεια »Διογκώνω
Διογκώνω : μεγαλώνω, αυξάνω τον όγκο σε κάτι.
Συνέχεια »Διολισθαίνω
Διολισθαίνω : γλιστρώ και ξεφεύγω από την πορεία μου.
Συνέχεια »Διομολόγηση
Διομολόγηση : οι αμοιβαίες συμφωνίες για παροχή προνομίων σε υπηκόους ισχυρών κρατών, που ζουν σε μη αναπττυγμένες χώρες.
Συνέχεια »Διονυσιάζομαι
Διονυσιάζομαι : βακχεύω, οργιάζω, μεθοκοπώ.
Συνέχεια »Διονυσιασμός
Διονυσιασμός : η έξαψη των αισθήσεων που συνοδεύεται από ερωτικό οίστρο, η μανία για απολαύσεις.
Συνέχεια »