Επίσχεση : η διακοπή μιας ενέργειας .
Συνέχεια »Επίταση
Επίταση : η αύξηση της εντάσεως.
Συνέχεια »Επιψαύω
Επιψαύω : αγγίζω ανεπαίσθητα, με ανάλαφρο τρόπο.
Συνέχεια »Επονείδιστος
Επονείδιστος : αυτός που προκαλεί όνειδος, ντροπή, αυτός που επισύρει την κατακραυγή, την απόρριψη ή τον στιγματισμό.
Συνέχεια »Επωμίζομαι
Επωμίζομαι : τοποθετώ στους ώμους μου για μεταφορά, φορτώνομαι.
Συνέχεια »Επικουρία
Επικουρία : η παροχή ενισχύσεως, βοήθειας.
Συνέχεια »Εξωνημένος
Εξωνημένος : εξαγορασμένος, αυτός που με την υπόσχεση ή τη λήψη ανταλλαγμάτων δεν ενεργεί νόμιμα ή ηθικά.
Συνέχεια »Επίμεμπτος
Επίμεμπτος : αυτός που είναι άξιος κατακρίσεως.
Συνέχεια »Εξωραΐζω
Εξωραΐζω : καθιστώ (κάτι) ωραίο, ομορφαίνω, καλλωπίζω.
Συνέχεια »Επίμορτος
Επίμορτος : αυτός που καλλιεργείται με τη συμφωνία να καρπώνεται ο καλλιεργητής μέρος της σοδειάς.
Συνέχεια »Επαγγελία
Επαγγελία : η υπόσχεση.
Συνέχεια »Επίνειο
Επίνειο : λιμάνι ή πόλη γύρω από λιμάνι, από όπου εξυπηρετείται μεγαλύτερο αστικό κέντρο, μια μεσόγεια πόλη.
Συνέχεια »Επαίρομαι
Επαίρομαι : καυχώμαι, υπερηφανεύομαι.
Συνέχεια »Επαίσχυντος
Επαίσχυντος : αυτός για τον οποίο ντρέπεται κανείς, επονείδιστος.
Συνέχεια »Επακτή
Επακτή : η ηλικία της Σελήνης την 1η Μαρτίου, που είναι ίδια με την ηλικία της την 1η Ιανουαρίου, χρησιμοποιείται για τον καθορισμό των κινητών εορτών.
Συνέχεια »Επανωκαλύμμαυχο
Επανωκαλύμμαυχο : μαύρο κάλυμμα από ύφασμα, που τίθεται επάνω στον σκούφο μοναχών ή στο καλυμμαύχι των ιερομένων και φέρεται από τους άγαμους κληρικούς ως διακριτικό της μοναχικής τους ιδιότητας.
Συνέχεια »