Εράνισμα : τα αποτελέσματα συλλογής χωρίων, αποφθεγμάτων, γνωμών κ.λπ. από διάφορους συγγραφείς.
Συνέχεια »Εργώδης
Εργώδης : αυτός που απαιτεί αυξημένη ένταση δυνάμεων, που προκαλεί έντονη κόπωση.
Συνέχεια »Ερέα
Ερέα : μάλλινο ύφασμα μεγάλης πυκνότητας και ανθεκτικότητας.
Συνέχεια »Επίνευση
Επίνευση : η κάμψη της κεφαλής προς τα εμπρός.
Συνέχεια »Ερείδομαι
Ερείδομαι : αποδέχομαι ως αξιόπιστο στήριγμα, χρησιμοποιώ ως σταθερό δεδομένο, στηρίζομαι.
Συνέχεια »Επαίσχυντος
Επαίσχυντος : αυτός για τον οποίο ντρέπεται κανείς, επονείδιστος.
Συνέχεια »Επακτή
Επακτή : η ηλικία της Σελήνης την 1η Μαρτίου, που είναι ίδια με την ηλικία της την 1η Ιανουαρίου, χρησιμοποιείται για τον καθορισμό των κινητών εορτών.
Συνέχεια »Επανωκαλύμμαυχο
Επανωκαλύμμαυχο : μαύρο κάλυμμα από ύφασμα, που τίθεται επάνω στον σκούφο μοναχών ή στο καλυμμαύχι των ιερομένων και φέρεται από τους άγαμους κληρικούς ως διακριτικό της μοναχικής τους ιδιότητας.
Συνέχεια »Έπαρμα
Έπαρμα : οτιδήποτε εξέχει από μια επιφάνεια, ύψωμα.
Συνέχεια »Επαφίεμαι
Επαφίεμαι : εμπιστεύομαι τον εαυτό μου ή υπόθεση μου στην κρίση ή τη διάθεση (κάποιου).
Συνέχεια »Επαχθής
Επαχθής : αυτός που επιβαρύνει, ο δυσβάστακτος.
Συνέχεια »Επείσακτος
Επείσακτος : αυτός που προέρχεται από έξω, από άλλη χώρα.
Συνέχεια »Επέκεινα
Επέκεινα : πέρα από ορισμένο τόπο, χρόνο, ποσό.
Συνέχεια »Έπηλυς
Έπηλυς : αυτός που ήρθε από άλλη χώρα, αλλοδαπός.
Συνέχεια »Επιδιδυμίδα
Επιδιδυμίδα : επιμήκης σχηματισμός που περιβάλλει από πάνω και πίσω καθέναν από τους όρχεις και στον οποίο αποθηκεύεται το σπέρμα μέχρι την έξοδο του από το πέος.
Συνέχεια »Επιζωοτία
Επιζωοτία : λοιμώδης ή παρασιτική ασθένεια, που προσβάλλει συγχρόνως μεγάλο αριθμό κατοικίδιων ζώων και ορίζεται ως τέτοια από το νόμο.
Συνέχεια »