Διγενής : αυτός που προέρχεται από δύο διαφορετικά γένη, φυλές ή εθνότητες.
Συνέχεια »Διήγημα
Διήγημα : πεζογράφημα μικρής σχετικά έκτασης, το οποίο παρουσιάζει την ολοκληρωμένη αφήγηση περιστατικού ή ιστορίας.
Συνέχεια »Διδακτισμός
Διδακτισμός : η τάση κάποιου να θέλει να διδάξει, να δίνει διδάγματα.
Συνέχεια »Διήθημα
Διήθημα :το καθαρό υγρό που μένει, αφού φιλτάρουμε υγρό μείγμα.
Συνέχεια »Διδαχή
Διδαχή : η διδασκαλία, η προτροπή, που αποβλέπει στη νουθεσία.
Συνέχεια »Διήκω
Διήκω : φθάνω από ένα σημείο σε άλλο.
Συνέχεια »Διδάχος
Διδάχος : αυτός που υποδεικνύει ή διδάσκει τους άλλους, ο δάσκαλος.
Συνέχεια »Διατρίβω
Διατρίβω : περνώ το χρόνο μου συγκεκριμένο χώρο.
Συνέχεια »Διαφαίνομαι
Διαφαίνομαι : διακρίνομαι αμυδρά, όχι πλήρως, μόλις που φαίνομαι.
Συνέχεια »Διάφεγγος
Διάφεγγος : αυτός που μπορεί να τον διαπεράσει το φως.
Συνέχεια »Διαφεντεύω
Διαφεντεύω : έχω υπό την εξουσία μου.
Συνέχεια »Διαφιλονικώ
Διαφιλονικώ : θέτω υπό αμφισβήτηση.
Συνέχεια »Διαφορίζω
Διαφορίζω : εκτελώ υπολογισμούς, για να βρώ το διαφορικό.
Συνέχεια »Διαχαράσσω
Διαχαράσσω : καθορίζω (τα όρια) χαράσσοντας γραμμές.
Συνέχεια »Διαχρονία
Διαχρονία : η μελέτη των φαινομένων μέσα στο χρόνο.
Συνέχεια »Διατελώ
Διατελώ : βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση.
Συνέχεια »