Διεστραμμένος : αυτός που αποκλίνει από ότι θεωρείται ορθό, ηθικό, φυσιολογικό.
Συνέχεια »Διευθέτηση
Διευθέτηση : η τακτοποίηση, η ρύθμιση κάποιου προβλήματος ή θέματος.
Συνέχεια »Διευθυντήριο
Διευθυντήριο : ο χώρος που στεγάζει τη διεύθυνση, διοίκηση.
Συνέχεια »Διευθυντικός
Διευθυντικός : αυτός που σχετίζεται με τον διευθυντή ή τη διεύθυνση.
Συνέχεια »Διεύρυνση
Διεύρυνση : η αύξηση του εύρους και η επέκταση (γεωγραφική) στο χώρο.
Συνέχεια »Δίβουλος
Δίβουλος : αυτός που δεν μπορεί να καταλήξει σε μία άποψη.
Συνέχεια »Διζωνικός
Διζωνικός : αυτός που αποτελείται από δύο (γεωγραφικές) ζώνες ή σκοπεύει στην ύπαρξη δύο ζωνών.
Συνέχεια »Διατονικός
Διατονικός : αυτός που σχετίζεται με μείζονα ή ελάσσονα μουσική κλίμακα, που αποτελείται από πέντε μουσικούς τόνους και δύο ημιτόνια.
Συνέχεια »Διάτονος
Διάτονος : αυτός που οποίου η έκταση φθάνει από τη μία μεριά στην άλλη.
Συνέχεια »Διάτορος
Διάτορος : αυτός που είναι τρυπημένος πέρα ως πέρα.
Συνέχεια »Διατρανώνω
Διατρανώνω : εξωτερικεύω με κατηγορηματικό τρόπο.
Συνέχεια »Διατρίβω
Διατρίβω : περνώ το χρόνο μου συγκεκριμένο χώρο.
Συνέχεια »Διαφαίνομαι
Διαφαίνομαι : διακρίνομαι αμυδρά, όχι πλήρως, μόλις που φαίνομαι.
Συνέχεια »Διάφεγγος
Διάφεγγος : αυτός που μπορεί να τον διαπεράσει το φως.
Συνέχεια »Διαφεντεύω
Διαφεντεύω : έχω υπό την εξουσία μου.
Συνέχεια »Διαφιλονικώ
Διαφιλονικώ : θέτω υπό αμφισβήτηση.
Συνέχεια »