Διαφορίζω : εκτελώ υπολογισμούς, για να βρώ το διαφορικό.
Συνέχεια »Διαχαράσσω
Διαχαράσσω : καθορίζω (τα όρια) χαράσσοντας γραμμές.
Συνέχεια »Διαχρονία
Διαχρονία : η μελέτη των φαινομένων μέσα στο χρόνο.
Συνέχεια »Διατελώ
Διατελώ : βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση.
Συνέχεια »Διαχρωμία
Διαχρωμία : τεχνική για την μετατροπή του ασπρόμαυρου φιλμ σε έγχρωμο.
Συνέχεια »Διατίμηση
Διατίμηση : ο προκαθορισμός και έλεγχος του ανώτερου ορίου τιμής των εμπορευμάτων.
Συνέχεια »Διβάνι
Διβάνι : η αίθουσα συνενδριάσεων της κυβέρνησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Συνέχεια »Διατιμώ
Διατιμώ : προκαθορίζω το ανώτερο όριο (τιμής ή αμοιβής).
Συνέχεια »Διβολίζω
Διβολίζω : οργώνω για δεύτερη φορά, για να καταστραφούν τα ζιζάνια.
Συνέχεια »Διατομή
Διατομή : η κοπή, η διαίρεση σε δύο μέλη.
Συνέχεια »Μακαριστός , μακαρίτης , αξιομακάριστος
Το αρχαιοπρεπές μακαριστός κατά κυριολεξίαν σημαίνει αυτός που θεωρείται καλότυχος και ευλογημένος, χρησιμοποιείται για αποθανόντες ιερωμένους πχ “Ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος” . Για τους μη ιερωμένους χρησιμοποιείται το μακαρίτης, που με τον θάνατό του γλύτωσε από τα βάσανα της ζωής. Επίσης συχωρεμένος, …
Συνέχεια »Διασκευάζω
Διασκευάζω : επιφέρω τροποποιήσεις σε καλλιτεχνικό έργο λόγου ή μουσικής
Συνέχεια »Διασπαθίζω
Διασπαθίζω : κατασπαταλώ , ξοδεύω απερίσκεπτα και χωρίς φειδώ
Συνέχεια »Διαστίζω
Διαστίζω : τοποθετώ σε κείμενα σημεία στίξεως , γεμίζω κάποιον ή κάτι με στίγματα.
Συνέχεια »Διάστικτος
Διάστικτος : ο γεμάτος στίγματα
Συνέχεια »Διάστιχο
Διάστιχο : το τυπογραφικό διάστημα που παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο αράδες . Η ειδική πλάκα που χρησιμοποιείται στη στοιχειοθεσία
Συνέχεια »