Διαλεύκανση : Η εξιχνίαση (ζητήματος), η άρση όλων των ασαφειών, των σκοτεινών σημείων του, ώστε να είναι πλέον ξεκάθαρο, διαυγές.
Συνέχεια »Διαθέτης
Διαθέτης : Αυτός που ρυθμίζει με διαθήκη πως θα διατεθεί η περιουσία του.
Συνέχεια »Διάλιθος
Διάλιθος : Αυτός που είναι διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους.
Συνέχεια »Διαθλώ
Διαθλώ : Σπάζω σε δύο σημεία, χωρίζω στην μέση.
Συνέχεια »Διαμείβομαι
Διαμείβομαι : Ανταλλάσσομαι.
Συνέχεια »Διαθρυλώ
Διαθρυλώ : Διατυμπανίζω, φημολογώ.
Συνέχεια »Διαμερίζω
Διαμερίζω : Χωρίζω και μοιράζω σε μερίδια.
Συνέχεια »Διακαής
Διακαής : Αυτός που είναι ιδιαίτερα θερμός, ώστε να βιώνεται με πολύ έντονο τρόπο.
Συνέχεια »Διαμετακομίζω
Διαμετακομίζω : Μεταφέρω (εμπορεύματα) μέσω τρίτης χώρας, που συνιστά συγκοινωνιακό κόμβο.
Συνέχεια »Διαγκωνισμός
Διαγκωνισμός : Η προσπάθεια να ανοιχτεί πέρασμα.
Συνέχεια »Διαγουμίζω
Διαγουμίζω : Λεηλατώ, αρπάζω πράγματα που δεν μου ανήκουν ως λάφυρα.
Συνέχεια »Διαγουμιστής
Διαγουμιστής : Αυτός που λεηλατεί αρπάζοντας (ξένα πράγματα).
Συνέχεια »Διάγω
Διάγω : Περνώ τη ζωή μου ή τον καιρό μου υπό ορισμένες συνθήκες, με συγκεκριμένο τρόπο διαβιώσεως.
Συνέχεια »Διαβατάρικος
Διαβατάρικος : Αυτός που δεν είναι μόνιμα εγκατεστημένος.
Συνέχεια »Διαδέτης
Διαδέτης : Σχοινί με το οποίο προσδένονται μεταξύ τους τα άκρα άλλων σχοινιών.
Συνέχεια »Διαβατήριο έθιμο
Διαβατήριο έθιμο : Καθένα από τα έθιμο που συνδέονται με τη μετάβαση από μια φυσική ή κοινωνική κατάσταση σε άλλη.
Συνέχεια »