Διαγουμιστής : Αυτός που λεηλατεί αρπάζοντας (ξένα πράγματα).
Συνέχεια »Διάγω
Διάγω : Περνώ τη ζωή μου ή τον καιρό μου υπό ορισμένες συνθήκες, με συγκεκριμένο τρόπο διαβιώσεως.
Συνέχεια »Διαβατάρικος
Διαβατάρικος : Αυτός που δεν είναι μόνιμα εγκατεστημένος.
Συνέχεια »Διαδέτης
Διαδέτης : Σχοινί με το οποίο προσδένονται μεταξύ τους τα άκρα άλλων σχοινιών.
Συνέχεια »Διαβατήριο έθιμο
Διαβατήριο έθιμο : Καθένα από τα έθιμο που συνδέονται με τη μετάβαση από μια φυσική ή κοινωνική κατάσταση σε άλλη.
Συνέχεια »Διάδημα
Διάδημα : Διακοσμητική ταινία ή κάλλυμα της κεφαλής από πολύτιμα μέταλλα ή πετράδια που φοριέται από βασιλείς, ηγεμόνες ή τον Πάπα ως σύμβουλο εξουσίας.
Συνέχεια »Διάβημα
Διάβημα : Αποφασιστική διπλωματική ενέργεια που επιχειρείται από την κυβέρνηση ή το υπουργείο Εξωτερικών μιας χώρας προς την κυβέρνηση άλλου κράτους και αφορά σε σπουδαιότατο ζήτημα ή σκοπό ζωτικής σημασίας.
Συνέχεια »Διαδημοτικός
Διαδημοτικός : Αυτός που σχετίζεται με δύο ή περισσότερους δήμους ή τον διαχειρίζονται από κοινού περισσότεροι από ένα δήμοι.
Συνέχεια »Διαβιβρώσκω
Διαβιβρώσκω : Διαβρώνω.
Συνέχεια »Διάδικος
Διάδικος : Καθένα από τα πρόσωπα που μετέχουν σε δικαστικό αγώνα από τη θέση είτε του κατηγορούμενου, είτε του κατηγόρου.
Συνέχεια »Διαβλητικός
Διαβλητικός : Αυτός που λειτουργεί συκοφαντικά, μέσω του οποίου εκτοξεύεται διαβολή.
Συνέχεια »Διαδοσίας
Διαδοσίας : Αυτός που διασπείρει ανυπόστατες ειδήσεις και ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες με αποτέλεσμα την πρόκληση αναστάτωσης, ανησυχίας.
Συνέχεια »Διαβλητός
Διαβλητός : Αυτός που μπορεί να κατηγορηθεί.
Συνέχεια »Διαδρομιστής
Διαδρομιστής : Πρόσωπο που κινείται στους διαδρόμους (κυβερνητικών κτηρίων) προσπαθώντας να επηρεάσει τις αποφάσεις υπέρ των συμφερόντων του.
Συνέχεια »Διαβολέας
Διαβολέας : Αυτός που διατυπώνει διαβολές εναντίον άλλων.
Συνέχεια »Δήμευση
Δήμευση: Η κατάσχεση ακινήτου ή περιουσιακού στοιχείου ιδιώτη προς όφελος του δημοσίου κατόπιν δικαστικής αποφάσεως.
Συνέχεια »