Επίμεμπτος : αυτός που είναι άξιος κατακρίσεως.
Συνέχεια »Εξωραΐζω
Εξωραΐζω : καθιστώ (κάτι) ωραίο, ομορφαίνω, καλλωπίζω.
Συνέχεια »Επίμορτος
Επίμορτος : αυτός που καλλιεργείται με τη συμφωνία να καρπώνεται ο καλλιεργητής μέρος της σοδειάς.
Συνέχεια »Επαγγελία
Επαγγελία : η υπόσχεση.
Συνέχεια »Επίνειο
Επίνειο : λιμάνι ή πόλη γύρω από λιμάνι, από όπου εξυπηρετείται μεγαλύτερο αστικό κέντρο, μια μεσόγεια πόλη.
Συνέχεια »Επαίρομαι
Επαίρομαι : καυχώμαι, υπερηφανεύομαι.
Συνέχεια »Επαίσχυντος
Επαίσχυντος : αυτός για τον οποίο ντρέπεται κανείς, επονείδιστος.
Συνέχεια »Επακτή
Επακτή : η ηλικία της Σελήνης την 1η Μαρτίου, που είναι ίδια με την ηλικία της την 1η Ιανουαρίου, χρησιμοποιείται για τον καθορισμό των κινητών εορτών.
Συνέχεια »Ενσκήπτω
Ενσκήπτω : εμφανίζομαι αιφνιδιαστικά και πλήττω με ορμή.
Συνέχεια »Ενταύθα
Ενταύθα : στο ίδιο μέρος, εδώ, χωρίς αλλαγή τόπου.
Συνέχεια »Εντράδα
Εντράδα : φαγητό από κρέας, με λαχανικά.
Συνέχεια »Εξάμβλωμα
Εξάμβλωμα : το έμβρυο που έχει πρόωρα αποβληθεί από τη μήτρα και παρουσιάζει γενετικές ανωμαλίες.
Συνέχεια »Εξάρθρημα
Εξάρθρημα : η μετατόπιση των άκρων των οστών που σχηματίζουν άρθρωση, με αποτέλεσμα να μεταβάλλεται μόνιμα η σχέση τους.
Συνέχεια »Εξάχνωση
Εξάχνωση : η μετάπτωση ουσίας από τη στρερεά στην αέρια κατάσταση, χωρίς τη μεσολάβηση της υγρής καταστάσεως.
Συνέχεια »Ενατένιση
Ενατένιση : η προσήλωση του βλέμματος σε πρόσωπο, αντικείμενο, αλλά και σε γεγονός, κατάσταση.
Συνέχεια »Εξικνούμαι
Εξικνούμαι : καταλήγω, φθάνω, έχω ως όριο.
Συνέχεια »