Δημεγέρτης: Αυτός που παρακινεί το λαό σε εξέγερση, που υποδαυλίζει στάση.
Συνέχεια »Δήμευση
Δήμευση: Η κατάσχεση ακινήτου ή περιουσιακού στοιχείου ιδιώτη προς όφελος του δημοσίου κατόπιν δικαστικής αποφάσεως.
Συνέχεια »Δημοκόπος
Δημοκόπος: Αυτός που προσπαθεί με κάθε τρόπο να κερδίσει την εύνοια και την εμπιστοσύνη του λαού, για να αποκομίσει πολιτικό και προσωπικό όφελος.
Συνέχεια »Δημοσιά
Δημοσιά: Μεγάλος, δημόσιος δρόμος που διασχίζει την ύπαιθρο (όχι πόλεις ή κατοικημένες περιοχές).
Συνέχεια »Δασύλλιο
Δασύλλιο: μικρό δάσος
Συνέχεια »Δερβισόπαιδο
Δερβισόπαιδο: το πολύ καλό παιδί, που το θαύμαζαν για το χαρακτήρα του και τη λεβεντιά του.
Συνέχεια »Δασύνω
Δασύνω: γράφω η προφέρω φθόγγο με δασύ πνεύμα.
Συνέχεια »Δασύπους
Δασύπους: αυτός που έχει μαλλιαρά πόδια
Συνέχεια »Δαψιλής
Δαψιλής: άφθονος, πλουσιοπάροχος.
Συνέχεια »Δεδηλωμένος
Δεδηλωμένος: αυτός που έχει καταστήσει γνωστή, που έχει δηλώσει τη στάση του.
Συνέχεια »Δεκάζω
Δεκάζω: δίνω χρήματα ή δώρα, για να τους εξαγοράσω.
Συνέχεια »Δεκαημερία
Δεκαημερία: το χρονικό διάστημα δέκα ημερών
Συνέχεια »Δεκάκις
Δεκάκις: δέκα φορές.
Συνέχεια »Δεκαρολογώ
Δεκαρολογώ: χρηματίζομαι με αναξιοπρεπή και ανέντιμο τρόπο
Συνέχεια »Δεκάτη
Δεκάτη: το ένα δέκατο εισοδήματος, παραγωγής, προϊόντων ή άλλων αγαθών.
Συνέχεια »Δεκοχτούρα
Δεκοχτούρα: αγριοπερίστερο με χαρακτηριστική κραυγή, που ακούγεται σαν <δεκοχτώ>. Επίσης δεκαοχτούρα.
Συνέχεια »