Δασύπους: αυτός που έχει μαλλιαρά πόδια
Συνέχεια »Δαψιλής
Δαψιλής: άφθονος, πλουσιοπάροχος.
Συνέχεια »Δεδηλωμένος
Δεδηλωμένος: αυτός που έχει καταστήσει γνωστή, που έχει δηλώσει τη στάση του.
Συνέχεια »Δεκάζω
Δεκάζω: δίνω χρήματα ή δώρα, για να τους εξαγοράσω.
Συνέχεια »Δεκαημερία
Δεκαημερία: το χρονικό διάστημα δέκα ημερών
Συνέχεια »Δεκάκις
Δεκάκις: δέκα φορές.
Συνέχεια »Δεκαρολογώ
Δεκαρολογώ: χρηματίζομαι με αναξιοπρεπή και ανέντιμο τρόπο
Συνέχεια »Δεκάτη
Δεκάτη: το ένα δέκατο εισοδήματος, παραγωγής, προϊόντων ή άλλων αγαθών.
Συνέχεια »Γυρίνος
Γυρίνος: το νεογνό βατραχάκι που δεν έχει ακόμα πόδια.
Συνέχεια »Δαρμός
Δαρμός : το δάρσιμο . Η εκδήλωση πόνου και οδύνης με κλάματα και χειρονομίες απελπισίας.
Συνέχεια »Γυροβολιά
Γυροβολιά: η περιστροφική κίνηση (κάποιου).
Συνέχεια »Δασμός
Δασμός: η έμμεση φορολογία που επιβάλλεται στα εισαγόμενα ή εξαγόμενα προϊόντα και εισπράττεται από το τελωνείο
Συνέχεια »Γυψοκονία
Γυψοκονία: ο γύψος σε κατάσταση σκόνης , που χρησιμοποιείται στο χτίσιμο μαζί με άλλα δομικά υλικά.
Συνέχεια »Δασόβιος
Δασόβιος : (για ζώα και φυτά) αυτός που ζει μέσα στο δάσος.
Συνέχεια »Γυψοτεχνία
Γυψοτεχνία: παραδοσιακή εργασία με αντικείμενο την επεξεργασία του γύψου.
Συνέχεια »Δάγκειος
Δάγκειος : μεταδοτική ασθένεια , κύρια συμπτώματα της οποίας είναι ο υψηλός πυρετός και τα εξανθήματα.
Συνέχεια »