Δεδηλωμένος: αυτός που έχει καταστήσει γνωστή, που έχει δηλώσει τη στάση του.
Συνέχεια »Δεκάζω
Δεκάζω: δίνω χρήματα ή δώρα, για να τους εξαγοράσω.
Συνέχεια »Δεκαημερία
Δεκαημερία: το χρονικό διάστημα δέκα ημερών
Συνέχεια »Δεκάκις
Δεκάκις: δέκα φορές.
Συνέχεια »Δεκαρολογώ
Δεκαρολογώ: χρηματίζομαι με αναξιοπρεπή και ανέντιμο τρόπο
Συνέχεια »Δεκάτη
Δεκάτη: το ένα δέκατο εισοδήματος, παραγωγής, προϊόντων ή άλλων αγαθών.
Συνέχεια »Δεκοχτούρα
Δεκοχτούρα: αγριοπερίστερο με χαρακτηριστική κραυγή, που ακούγεται σαν <δεκοχτώ>. Επίσης δεκαοχτούρα.
Συνέχεια »Δελφίνος
Δελφίνος: ηγεμόνας παλαιάς γαλλικής επαρχίας, ο διάδοχος του γαλλικού θρόνου.
Συνέχεια »Γυψοκονία
Γυψοκονία: ο γύψος σε κατάσταση σκόνης , που χρησιμοποιείται στο χτίσιμο μαζί με άλλα δομικά υλικά.
Συνέχεια »Δασόβιος
Δασόβιος : (για ζώα και φυτά) αυτός που ζει μέσα στο δάσος.
Συνέχεια »Γυψοτεχνία
Γυψοτεχνία: παραδοσιακή εργασία με αντικείμενο την επεξεργασία του γύψου.
Συνέχεια »Δάγκειος
Δάγκειος : μεταδοτική ασθένεια , κύρια συμπτώματα της οποίας είναι ο υψηλός πυρετός και τα εξανθήματα.
Συνέχεια »Δαδί
Δαδί: το εύφλεκτο κομμάτι από δέντρο που έχει ρητίνη , το οποίο χρησιμεύει κυρίως ως προσάναμμα .
Συνέχεια »Δαδούχος
Δαδούχος: αυτός που κρατά (φέρει ) δάδα.
Συνέχεια »Δαήμων
Δαήμων : αυτός που έχει γνώσεις και πείρα , ο ειδήμων.
Συνέχεια »Δαιδαλώδης
Δαιδαλώδης: αυτός που είναι περίπλοκος
Συνέχεια »