Δαμάσκο: πολυτελές ύφασμα με χρυσόχρωμη ή αργυρόχρωμη διακόσμηση στην ύφανση.
Συνέχεια »Γυναικωτός
Γυναικωτός: θηλυπρεπής , αυτός που έχει γυναικείους τρόπους
Συνέχεια »Δανδής
Δανδής : άνδρας με επιτηδευμένη κομψότητα στην ενδυμασία και τον τρόπο συμπεριφοράς του.
Συνέχεια »Γυρίνος
Γυρίνος: το νεογνό βατραχάκι που δεν έχει ακόμα πόδια.
Συνέχεια »Δαρμός
Δαρμός : το δάρσιμο . Η εκδήλωση πόνου και οδύνης με κλάματα και χειρονομίες απελπισίας.
Συνέχεια »Γυροβολιά
Γυροβολιά: η περιστροφική κίνηση (κάποιου).
Συνέχεια »Δασμός
Δασμός: η έμμεση φορολογία που επιβάλλεται στα εισαγόμενα ή εξαγόμενα προϊόντα και εισπράττεται από το τελωνείο
Συνέχεια »Γυψοκονία
Γυψοκονία: ο γύψος σε κατάσταση σκόνης , που χρησιμοποιείται στο χτίσιμο μαζί με άλλα δομικά υλικά.
Συνέχεια »Δασόβιος
Δασόβιος : (για ζώα και φυτά) αυτός που ζει μέσα στο δάσος.
Συνέχεια »Γυψοτεχνία
Γυψοτεχνία: παραδοσιακή εργασία με αντικείμενο την επεξεργασία του γύψου.
Συνέχεια »Δάγκειος
Δάγκειος : μεταδοτική ασθένεια , κύρια συμπτώματα της οποίας είναι ο υψηλός πυρετός και τα εξανθήματα.
Συνέχεια »Δαδί
Δαδί: το εύφλεκτο κομμάτι από δέντρο που έχει ρητίνη , το οποίο χρησιμεύει κυρίως ως προσάναμμα .
Συνέχεια »Γραμματοκομιστής
Γραμματοκομιστής: ο υπάλληλος του ταχυδρομείου που διανέμει την αλληλογραφία στους παραλήπτες
Συνέχεια »Γραμμιστής
Γραμμιστής : ο σχεδιαστής
Συνέχεια »Γραμμοσύρτης
Γραμμοσύρτης: ο γραμμογράφος
Συνέχεια »Γραώδης
Γραώδης: παμπάλαιος , ξεπερασμένος , ανώφελος.
Συνέχεια »