Γκινέα : παλαιό χρυσό αγγλικό νόμισμα.
Συνέχεια »Γκιόνης
Γκιόνης: μικρή κουκουβάγια.
Συνέχεια »Γκιόσα
Γκιόσα: γίδα ή προβατίνα μεγάλης ηλικίας , που δεν γεννά πλέον . Μεταφορικά το λέμε για γυναίκα γερασμένη , κακοφτιαγμένη και στριμμένη.
Συνέχεια »Γκιουλέκας
Γκιουλέκας: αυτός που παριστάνει τον νταή , τον σκληρό , τον παλικαρά.
Συνέχεια »Γκλάβα
Γκλάβα: το κεφάλι , το μυαλό.
Συνέχεια »Γκόλφι
Γκόλφι : το εγκόλπιο.
Συνέχεια »Γκορτσιά
Γκορτσιά: η αγριοαχλαδιά.
Συνέχεια »Γκούλας
Γκούλας: φαγητό κατσαρόλας ουγγρικής προελεύσεως από χοιρινό ή μοσχαρίσιο κρέας , καρυκευμένο με πάπρικα.
Συνέχεια »Γιόγκι
Γιόγκι : αυτός που έχει ασπασθεί το φιλοσοφικό σύστημα της γιόγκα και το εφαρμόζει στην πράξη
Συνέχεια »Γκανιάν
Γκανιάν: στον ιππόδρομο , ο νικητής , ο κερδισμένος.
Συνέχεια »Γιόμα
Γιόμα : το χρονικό διάστημα ανάμεσα στο πρωί και το μεσημέρι ή και το μεσημέρι.
Συνέχεια »Γκανιότα
Γκανιότα : στα τυχερά παιχνίδια , το ποσοστό από το κερδισμένο ποσό , που καταβάλλεται υπέρ της χαρτοπαιχτικής λέσχης.
Συνέχεια »Γιοματάρι
Γιοματάρι : βαρελίσιο κρασί που ανοίχτηκε πρόσφατα .
Συνέχεια »Γκαραντί
Γκαραντί: η εγγύηση . ο εγγυημένος , αυτός που έχει εγγύηση.
Συνέχεια »Γιορντάνι
Γιορντάνι : περιδέραιο αποτελούμενο από χρυσά ή ασημένια νομίσματα.
Συνέχεια »Γκέκας
Γκέκας: 1. το μέλος αλβανικής φυλής , που κατοικεί στην Αλβανία 2. μεταφορικά – υβριστικά , ο σωματώδης , άξεστος άνθρωπος , με βάναυσους τρόπους και μεγάλο πείσμα. 3. σκύλος κυνηγετικής ράτσας με μεγάλη αντοχή.
Συνέχεια »