Ενδιαίτημα : η κατοικία, ο τόπος στον οποίο κατοικεί κανείς.
Συνέχεια »Εξυφαίνω
Εξυφαίνω : μηχανεύομαι (κάτι κακό), σχεδιάζω με δόλιο και ύπουλο τρόπο.
Συνέχεια »Ενδότατος
Ενδότατος : απολύτως εσωτερικός.
Συνέχεια »Ενέχω
Ενέχω : φέρω ή κρύβω (κάτι) μέσα μου.
Συνέχεια »Ενθάδε
Ενθάδε : σε αυτό εδώ το μέρος.
Συνέχεια »Ενιαύσιος
Ενιαύσιος : αυτός που έχει ζωή ή διάρκεια ενός έτους.
Συνέχεια »Ενιαχού
Ενιαχού : σε μερικούς τόπους, σε μερικά μέρη.
Συνέχεια »Ενόντα
Ενόντα : όσα διατίθενται στη δεδομένη στιγμή.
Συνέχεια »Ενσκήπτω
Ενσκήπτω : εμφανίζομαι αιφνιδιαστικά και πλήττω με ορμή.
Συνέχεια »Ενταύθα
Ενταύθα : στο ίδιο μέρος, εδώ, χωρίς αλλαγή τόπου.
Συνέχεια »Εντράδα
Εντράδα : φαγητό από κρέας, με λαχανικά.
Συνέχεια »Εξάμβλωμα
Εξάμβλωμα : το έμβρυο που έχει πρόωρα αποβληθεί από τη μήτρα και παρουσιάζει γενετικές ανωμαλίες.
Συνέχεια »Έμβασμα
Έμβασμα : η εντολή μεταφοράς χρηματικών ποσών σε τραπεζικό λογαριασμό δικαιούχου.
Συνέχεια »Ενάλιος
Ενάλιος : αυτός που βρίσκεται μέσα στη θάλασσα που ανήκει ή ζει σε αυτήν.
Συνέχεια »Εμβοή
Εμβοή : το αίσθημα που δημιουργεί στα αφτιά ένας ήχος.
Συνέχεια »Ενασμενίζομαι
Ενασμενίζομαι : καμαρώνω για κάτι (που δεν έχω ή δεν πρέπει).
Συνέχεια »