Γαμέτης : το εξειδικευμένο κύτταρο για την αναπαραγωγή στα πρωτόζωα και τα φυτά.
Συνέχεια »Γάνα
Γάνα : 1. Η πρασινωπή σκουριά που εμφανίζεται σε σκεύη ή αντικείμενα που δεν έχουν γαλβανιστεί . 2. Η μουντζούρα που δημιουργείται στα σκεύη με τα οποία μαγειρεύουμε πάνω στη φωτιά . 3. Λευκό επίχρισμα που εμφανίζεται πάνω στη γλώσσα …
Συνέχεια »Γαρδέλι
Γαρδέλι : η καρδερίνα.
Συνέχεια »Γαρδούμπα
Γαρδούμπα : ορεκτικό που παρασκευάζεται από εντόσθια αμνοεριφίων , τα οποία δένονται σε μικρές πλεξίδες.
Συνέχεια »Γαριάζω
Γαριάζω : χάνω τη λαμπερή και καθαρή μου όψη , δεν είμαι απόλυτα καθαρός.
Συνέχεια »Γαρμπής
Γαρμπής : ο νοτιοδυτικός άνεμος, ο λίβας.
Συνέχεια »Γαρμπίλι
Γαρμπίλι : χαλίκι που χρησιμοποιείται στις οικοδομές.
Συνέχεια »Γάρος
Γάρος: 1. Αλατισμένο νερό μέσα στο οποίο διατηρούνται ελιές , ψάρια , λαχανικά κλπ. 2. Επίσης είναι και σάλτσα αποτελούμενη από μικρά ψάρια ή εντόσθια ψαριών , λεμόνι και λάδι. 3. Το λέκιασμα.
Συνέχεια »Γασμούλος
Γασμούλος : στην Πελοπόννησο κατά την Φραγκοκρατία έτσι λεγόταν αυτός του οποίου ο ένας γονέας ήταν φραγκικής καταγωγής και ο άλλος ελληνικής.
Συνέχεια »Βυθοκόρηση
Βυθοκόρηση : η χρήση βυθοκόρου για την απομάκρυνση άμμου , βούρκου ή μολυσματικών προσμείξεων από το βυθό ποταμών , ακτών κ.ά.
Συνέχεια »Γαλαθηνός
Γαλαθηνός : αυτός που ακόμα θηλάζει . Κατ’ επέκταση νεαρός , τρυφερός.
Συνέχεια »Βύρσα
Βύρσα : το μεγάλης αντοχής δέρμα , που χρησιμοποιείται κυρίως ως κάλυμμα εξαρτημάτων , μηχανών ή σκευών που φθείρονται λόγω τριβής .
Συνέχεια »Γαλακτόρροια
Γαλακτόρροια : η αυτόματη έκκριση γάλακτος από τους μαστούς , που δεν συνδέεται με τις φυσιολογικές συνθήκες γαλουχίας , συνήθως έπειτα από έκτρωση ή αποβολή.
Συνέχεια »Βύρσωμα
Βύρσωμα : η επένδυση επιφάνειας με δέρμα .
Συνέχεια »Γαλαντόμος
Γαλαντόμος : αυτός που φέρεται με ευγένεια αβρότητα , γενναιοδωρία.
Συνέχεια »Βυσσοδομώ
Βυσσοδομώ : ασχολούμαι με παρασκηνιακά σχέδια και μεθοδεύσεις υπονόμευσης ή συκοφάντησης κάποιου .
Συνέχεια »