Βρώση : η κατανάλωση (κάποιου πράγματος ) ως τροφίμου , το να τρώει κανείς
Συνέχεια »Βρώση
22 Ιουνίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Προσπάθεια δημιουργίας ένος λεξικού με λέξεις και έννοιες που συχνά χρησιμοποιούμε άλλα δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους σημασία.
22 Ιουνίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βρώση : η κατανάλωση (κάποιου πράγματος ) ως τροφίμου , το να τρώει κανείς
Συνέχεια »22 Ιουνίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βραχμάνος : μέλος της ανώτερης τάξης (κάστας ) των Ινδουιστών , από την οποία προέρχονται και τα μέλη του ιερατείου
Συνέχεια »22 Ιουνίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βυζάστρα : η παραμάνα
Συνέχεια »22 Ιουνίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βραχυγραφία : συντομευμένη γραφή λέξεων με παράλειψη των περισσοτέρων γραμμάτων της για λόγους εξοικονόμησης χρόνου και χώρου
Συνέχεια »22 Ιουνίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βυθιότητα : βαθμίδα του κώματος κατά την οποία παρατηρείται έκπτωση των ανωτέρων κινητικών και νοητικών λειτουργιών
Συνέχεια »22 Ιουνίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βραχυλογία : το σχήμα λόγου που συνίσταται στην παράλειψη των ευκόλως εννοούμενων όρων μιας πρότασης χάριν συντομίας
Συνέχεια »22 Ιουνίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βράχυνση : ο περιορισμός των διαστάσεων μεγέθους . Στην γλωσσολογία είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μια μακρά συλλαβή μετατρέπεται σε βραχεία
Συνέχεια »22 Ιουνίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βρέγμα : το μέρος του κρανίου που αποτελεί το σημείο συνάντησης των μετωπιαίων και των βρεγματικών οστών του
Συνέχεια »22 Ιουνίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βρεσίδι : το τυχαίο εύρημα
Συνέχεια »22 Ιουνίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βρετίκια : τα χρήματα ή γενικότερα οτιδήποτε προσφέρεται ως ανταμοιβή σε αυτόν που βρήκε και παρέδωσε χαμένο αντικείμενο στον νόμιμο κτήτορά του
Συνέχεια »22 Ιουνίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βρεφοδόχος : η ειδική θήκη που τοποθετούσαν έξω από τα βρεφοκομεία για την υποδοχή έκθετων βρεφών
Συνέχεια »22 Ιουνίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βρεχάμενα : τα ύφαλα του πλοίου
Συνέχεια »22 Ιουνίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βρεχτοκούκια : τα ξερά κουκκιά που τρώγονται αφού μουλιάσουν στο νερό , για να είναι μαλακά (βρεχτάδια ).
Συνέχεια »22 Ιουνίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βρίθω : είμαι γεμάτος από κάτι
Συνέχεια »22 Ιουνίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βρογχεκτασία : χρόνια ασθένεια των βρογχικών πόρων , που χαρακτηρίζεται από διεύρυνση τους και παροξυσμικό βήχα
Συνέχεια »22 Ιουνίου, 2005Ελληνικό Λεξικό
Βρόχος : θηλιά με μετακινούμενο κόμπο , που σφίγγει όσο τραβιέται το σχοινί . Θηλιά που χρησιμοποιείται για τη σύλληψη μικρών θηραμάτων .
Συνέχεια »