Αψη ή άψα : το άναμμα και η προερχόμενη από αυτό θερμότητα . Η έξαψη . Η δριμύτητα , η καυστικότητα .
Συνέχεια »ΑΧΝΟΚΕΡΙ
Αχνοκέρι : το κερί που φέγγει αμυδρά , κεράκι .
Συνέχεια »ΑΨΙΘΥΜΟΣ
Αψίθυμος : αυτός που θυμώνει και εξάπτεται εύκολα .
Συνέχεια »ΑΧΟΛΟΓΩ
Αχολογώ : βγάζω αχό ήχο , ήχο που έχει διάρκεια . Κάνω αντήχηση , αντιλαλώ .
Συνέχεια »ΑΨΙΚΟΡΟΣ
Αψίκορος : αυτός που χορταίνει γρήγορα , που φτάνει σύντομα στον κορεσμό . Αυτός που συχνά ή γρήγορα μεταβάλλει διάθεση .
Συνέχεια »ΑΦΘΟΡΟΣ
Αφθορος : αυτός που δεν έχει φθαρεί , που είναι ηθικός αγνός και αμόλυντος .
Συνέχεια »ΑΦΙΛΟΚΑΛΟΣ
Αφιλόκαλος : αυτός που δεν αγαπά το ωραίο , μη καλαίσθητος .
Συνέχεια »ΑΦΙΛΟΠΟΝΟΣ
Αφιλόπονος : αυτός που δεν αγαπά την εργασία .
Συνέχεια »ΑΦΙΟΝΙ
Αφιόνι : η παπαρούνα από την οποία παράγεται το όπιο .Μεταφορικά , καθετί το οποίο μπορεί να προκαλέσει πνευματικό λήθαργο , να στερήσει από κάποιον το δικαίωμα να σκέπτεται και να αποφασίζει ελεύθερα .
Συνέχεια »ΑΦΛΕΓΗΣ
Αφλεγής : αυτός που δεν πάιρνει φωτιά , ο άφλεκτος .
Συνέχεια »ΑΦΛΟΓΙΣΤΙΑ
Αφλογιστία : για όπλο, η μη ανάφλεξη του καψαλιού ή της γομόσεως όπλου έτοιμου να πυροδοτήσει παρά την πυροδότηση του αντίστοιχου μηχανισμού . Μεταφορικά , η έλλειψη της αποτελεσματικότητας ή ικανότητας επιτυχίας του στόχου .
Συνέχεια »ΑΦΟΡΜΙΖΩ
Αφορμίζω : δημιουργώ πυώδη φλεγμονή , προκαλώ μόλυνση και ερεθισμό της πληγής .
Συνέχεια »ΑΦΡΟΔΙΣΙΑΣΤΗΣ
Αφροδισιαστής : αυτός που παρουσιάζει έντονη ροπή προς τις σαρκικές απολαύσεις .
Συνέχεια »ΑΦΤΙΑΖΟΜΑΙ
Αφτιάζομαι : στήνω αφτί να ακούσω , ακούω με προσοχή , ακούω τυχαία .
Συνέχεια »ΑΦΕΙΔΗΣ
Αφειδής : αυτός που παρέχεται σε αφθονία ( για μη έμψυχα ).
Συνέχεια »ΑΦΥΗΣ
Αφυής : αυτός που στερείται ευφυΐας , μη ευφυής .
Συνέχεια »