Ατσαλιά : η ακαταστασία , η τσαπατσουλιά . Η αδέξια και άχαρη πράξη .
Συνέχεια »ΑΤΕΚΜΑΡΤΟΣ
Ατέκμαρτος : αυτός που δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί με βάση λογικούς συλλογισμούς .
Συνέχεια »ΑΤΕΛΕΣΦΟΡΟΣ
Ατελέσφορος : αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να φέρει αποτέλεσμα .
Συνέχεια »ΑΣΤΕΡΟΕΙΣ – ΕΣΣΑ
Αστερόεις – εσσα : γεμάτος αστέρια . Αστερόεσσα : η σημαία της Αμερικής , που έχει πάνω της σχεδιασμένα πενήντα αστέρια .
Συνέχεια »ΑΤΕΡΜΩΝ
Ατέρμων : αυτός που δεν έχει τέλος .
Συνέχεια »ΑΣΤΟΧΑΣΙΑ
Αστοχασιά : η απερισκεψία , η έλλειψη σύνεσης .
Συνέχεια »ΑΤΘΙΔΟΓΡΑΦΟΣ
Ατθιδογράφος : ο αρχαίος ιστοριογράφος που είχε ως αντικείμενο την ιστορία των Αθηνών .
Συνέχεια »ΑΣΤΟΧΗΜΑ
Αστόχημα : η αστοχία , η εσφαλμένη ενέργεια , πράξη ή λόγος που κακώς έγινε ή ειπώθηκε .
Συνέχεια »ΑΤΛΑΖΙ
Ατλάζι : λείο , γυαλιστερό ύφασμα από μετάξι καθαρό ή συνυφασμένο με λινό , μαλλί ή βαμβάκι .
Συνέχεια »ΑΣΤΡΑΠΗΔΟΝ
Αστραπηδόν : με ταχύτητα αστραπής , αστραπιαία .
Συνέχεια »ΑΤΜΑΚΑΤΟΣ
Ατμάκατος : το σκάφος που κινείται με ενέργεια από ατμό .
Συνέχεια »ΑΣΤΡΑΧΑΝ
Αστραχάν : μαύρη ή γκρίζα γούνα με σγουρό τρίχωμα , φτειαγμένη από το δέρμα νεογέννητων προβάτων καρακούλ . Χρησιμοποιείται κυρίως για παλτά και καπέλα .
Συνέχεια »ΑΣΤΡΙΝΟΣ
Αστρινος : αυτός που προέρχεται ή σχηματίζεται από τα αστέρια .
Συνέχεια »ΑΣΤΡΙΤΗΣ
Αστρίτης : το φίδι έχιδνα ( οχιά ).
Συνέχεια »ΑΣΤΥΪΑΤΡΟΣ – ΑΣΤΙΑΤΡΟΣ
Αστυΐατρος – Αστίατρος : κρατικός γιατρός που ελέγχει την τήρηση των όρων υγιεινής στους δημόσιους χώρους , όπως σε καταστήματα , εστιατόρια .
Συνέχεια »ΑΣΥΓΓΝΩΣΤΟΣ
Ασύγγνωστος : αυτός που δεν μπορεί να συγχωρεθεί , ο ασυγχώρητος .
Συνέχεια »