Αρωμούνοι : οι Βλάχοι.
Συνέχεια »ΑΣΤΕΪΖΟΜΑΙ
Αστεΐζομαι : κάνω αστεία, αστειεύομαι .
Συνέχεια »ΑΣΒΕΣΤΟΚΟΝΙΑΜΑ
Ασβεστοκονίαμα : μείγμα από ασβέστη , άμμο και νερό , σε αναλογία 1προς 2 ή 3 , που χρησιμοποιείται στην οικοδομική ως συνδετικό υλικό και για την επίχριση των επιφανειών των τοίχων ( σοβάτισμα).
Συνέχεια »ΑΣΒΟΛΗ
Ασβόλη : η μαύρη σκόνη από καπνό φωτιάς ,που επικάθεται στην καπνοδόχο , τους τοίχους , τα μαγειρικά σκεύη .
Συνέχεια »ΑΣΕΛΗΝΟΣ
Ασέληνος: αυτός που δεν φωτίζεται από το φως της σελήνης .
Συνέχεια »ΑΣΗΠΤΟΣ
Ασηπτος : αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να σαπίσει .Στην ιατρική είναι αυτός που έχει αποστειρωθεί ή απολυμανθεί , έτσι ώστε να μην υφίσταται κίνδυνος μολύνσεως .
Συνέχεια »ΑΣΗΨΙΑ
Ασηψία : η μη ύπαρξη σήψεως .
Συνέχεια »ΑΣΙΚΗΣ
Ασίκης : αυτός που διαθέτει παράστημα , κορμοστασιά , καθώς και λεβεντιά , γενναιότητα .
Συνέχεια »ΑΣΚΑΡΔΑΜΥΚΤΙ
Ασκαρδαμυκτί : χωρίς να ανοιγοκλείνουν τα μάτια ,με ατενές βλέμμα .
Συνέχεια »ΑΡΥΣ
Αρύς : αραιός .
Συνέχεια »ΑΡΣΑΚΕΙΑΔΑ
Αρσακειάδα : η μαθήτρια του Αρσακείου , εκπαιδευμένη με ιδιαίτερη προσοχή σε θέματα ήθους , αγωγής και τρόπων συμπεριφοράς .
Συνέχεια »ΑΡΧΑΙΟΠΙΝΗΣ
Αρχαιοπινής : αυτός που διατηρεί πολλά αρχαϊκά στοιχεία .
Συνέχεια »ΑΡΣΕΝΟΚΟΙΤΗΣ
Αρσενοκοίτης : αυτός που έχει σεξουαλικές σχέσεις με άντρες .
Συνέχεια »ΑΡΧΑΙΟΠΡΕΠΗΣ
Αρχαιοπρεπής : αυτός που αρμόζει στους αρχαίους τρόπους , έθιμα , γλώσσα κ.λπ.
Συνέχεια »ΑΡΤΑΙΝΩ
Αρταίνω : νοστιμίζω φαγητά με καρυκεύματα .
Συνέχεια »ΑΡΧΑΙΡΕΣΙΕΣ
Αρχαιρεσίες : η εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη αρχών ( μελών προεδρείου , διοικητικού συμβουλίου κ.λπ. ).
Συνέχεια »