Αρωγή : η βοήθεια , οτιδήποτε αποτελεί βοήθεια .
Συνέχεια »ΑΡΩΓΗ
29 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Προσπάθεια δημιουργίας ένος λεξικού με λέξεις και έννοιες που συχνά χρησιμοποιούμε άλλα δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους σημασία.
29 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρωγή : η βοήθεια , οτιδήποτε αποτελεί βοήθεια .
Συνέχεια »29 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αστάρι : το ύφασμα που ράβεται στο εσωτερικό μέρος του ενδύματος , φόδρα. Επίσης η πρώτη επίστρωση χρωματισμού σε επιφάνεια .
Συνέχεια »29 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρωμούνοι : οι Βλάχοι.
Συνέχεια »29 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αστεΐζομαι : κάνω αστεία, αστειεύομαι .
Συνέχεια »29 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Ασβεστοκονίαμα : μείγμα από ασβέστη , άμμο και νερό , σε αναλογία 1προς 2 ή 3 , που χρησιμοποιείται στην οικοδομική ως συνδετικό υλικό και για την επίχριση των επιφανειών των τοίχων ( σοβάτισμα).
Συνέχεια »29 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Ασβόλη : η μαύρη σκόνη από καπνό φωτιάς ,που επικάθεται στην καπνοδόχο , τους τοίχους , τα μαγειρικά σκεύη .
Συνέχεια »29 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Ασέληνος: αυτός που δεν φωτίζεται από το φως της σελήνης .
Συνέχεια »29 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Ασηπτος : αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να σαπίσει .Στην ιατρική είναι αυτός που έχει αποστειρωθεί ή απολυμανθεί , έτσι ώστε να μην υφίσταται κίνδυνος μολύνσεως .
Συνέχεια »29 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Ασηψία : η μη ύπαρξη σήψεως .
Συνέχεια »15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρτύσιμος : αυτός που περιέχει κάτι από τις κατηγορίες τροφών από τις οποίες απέχει κανείς εκούσια κατά τη νηστεία .
Συνέχεια »15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρύομαι : αντλώ , συνήθως ειδήσεις , στοιχεία , από πηγή .
Συνέχεια »15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρύς : αραιός .
Συνέχεια »15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρσακειάδα : η μαθήτρια του Αρσακείου , εκπαιδευμένη με ιδιαίτερη προσοχή σε θέματα ήθους , αγωγής και τρόπων συμπεριφοράς .
Συνέχεια »15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρχαιοπινής : αυτός που διατηρεί πολλά αρχαϊκά στοιχεία .
Συνέχεια »15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρσενοκοίτης : αυτός που έχει σεξουαλικές σχέσεις με άντρες .
Συνέχεια »15 Απριλίου, 2004Ελληνικό Λεξικό
Αρχαιοπρεπής : αυτός που αρμόζει στους αρχαίους τρόπους , έθιμα , γλώσσα κ.λπ.
Συνέχεια »