Αρνησικυρία : το δικαίωμα του αρχηγού κράτους ή ενός κράτους -μέλους διεθνούς οργανισμού , να μην κυρώνει ένα νόμο …το βέτο.
Συνέχεια »ΑΡΑΤΙΚΟΣ
Αρατικός : αυτός που σχετίζεται με ευχή ή κυρίως με κατάρα .
Συνέχεια »ΑΡΟΔΟ
Αρόδο : σε μακρινή απόσταση .
Συνέχεια »ΑΡΑΜΠΑΣ
Αραμπάς : όχημα , δίτροχο ή τετράτροχο , που το έσερναν βόδια ή άλογα , πιο αργό από άμαξα , για την πρόχειρη μεταφορά ανθρώπων ή προϊόντων .
Συνέχεια »ΑΡΟΥΡΑ
Αρουρα : το καλλιεργημένο ή καλλιεργήσιμο χωράφι .
Συνέχεια »ΑΡΑΘΥΜΟΣ
Αράθυμος : αυτός που οργίζεται εύκολα και γρήγορα .
Συνέχεια »ΑΡΠΑΓΗ
Αρπάγη : ο γάντζος και κατ’ επέκταση κάθε εργαλείο με γάντζο .
Συνέχεια »ΑΡΡΑΓΗΣ
Αρραγής : αυτός που χαρακτηρίζεται από σταθερότητα , από αδιάσπαστη ενότητα .
Συνέχεια »ΑΡΡΕΟΓΟΝΙΑ
Αρρενογονία : η γένηση αρσενικών τέκνων .
Συνέχεια »ΑΡΡΗΚΤΑ
Αρρηκτα : απολύτως , χωρίς να μπορεί κάτι να νοηθεί χωριστά από κάτι άλλο .
Συνέχεια »ΑΡΜΑΚΑΣ
Αρμακάς : σωρός από πέτρες .
Συνέχεια »ΑΡΚΕΒΟΥΖΙΟ
Αρκεβούζιο : το πρώτο φορητό πυροβόλο όπλο , που εκτελούσε βολή στηριγμένο στον ώμο του πυροβολητή .
Συνέχεια »ΑΡΙΔΑ
Αρίδα : η κνήμη ή το πόδι ολόκληρο .
Συνέχεια »ΑΡΙΑΝΙ
Αριάνι : το ξινόγαλα .
Συνέχεια »ΑΡΘΡΙΔΙΟ
Αρθρίδιο : το περιορισμένης έκτασης άρθρο σε εφημερίδα ή περιοδικό .
Συνέχεια »ΑΡΕΙΜΑΝΙΩΣ
Αρειμανίως : “καπνίζω αρειμανίως ” ..καπνίζω πάρα πολύ , συνεχώς και πολλά τσιγάρα.
Συνέχεια »