Αράθυμος : αυτός που οργίζεται εύκολα και γρήγορα .
Συνέχεια »ΑΘΗΡΩΜΑ
Αθήρωμα : εναπόθεση λιποειδών ουσιών στον εσωτερικό χιτώνα των αρτηριών .
Συνέχεια »ΑΘΥΜΟΣ
Αθυμος : ο χωρίς καλή διάθεση,ο κακόκεφος .
Συνέχεια »ΑΘΥΡΜΑΤΟΠΟΙΙΑ
Αθυρματοποιία : η κατασκευή παιχνιδιών .
Συνέχεια »ΑΘΩΝΙΚΟΣ
Αθωνικός : ο αναφερόμενος στον Αθω (Αγιο Όρος) ο προερχόμενος από τον Αθω .
Συνέχεια »ΑΘΩΝΙΤΗΣ
Αθωνίτης : ο προερχόμενος από τον Αθω, αυτός που διαμένει στον Αθω (π.χ. αθωνίτης μοναχός) , αυτός που βρίσκεται στον Αθω (π.χ. αθωνίτις μονή) .
Συνέχεια »ΑΙΓΕΙΡΟΣ
Αίγειρος : είδος λεύκας, λεύκη η μέλαινα .
Συνέχεια »ΑΙΘΡΙΑΣΜΑ
Αιθρίασμα :η αποκατάσταση αιθρίας, το ξάνοιγμα του ουρανού, ξαστέρωμα .
Συνέχεια »ΑΙΜΩΔΙΑ
Αιμωδία ή αιμωδίαση :μούδιασμα .
Συνέχεια »ΑΙΝΩ
Αινώ :εξυμνώ, επιδοκιμάζω, επαινώ .
Συνέχεια »ΑΙΠΟΛΟΣ
Αιπόλος : ο γιδοβοσκός .
Συνέχεια »ΑΙΣΧΥΝΤΗΛΟΣ
Αισχυντηλός : ντροπαλός, συνεσταλμένος .
Συνέχεια »ΑΚΑΠΛΑΝΤΙΣΤΟΣ
Ακαπλάντιστος : ο χωρίς εξωτερικό κάλυμμα (από ύφασμα, ξύλο ή μέταλλο) (π.χ. πάπλωμα ακαπλάντιστο / ακαπλάντιστο βιβλίο) το άδετο .
Συνέχεια »ΑΕΤΙΔΕΥΣ
Αετιδεύς: νεοσσός του αετού, αετόπουλο .
Συνέχεια »ΑΖΟΥΡΙΤΗΣ
Αζουρίτης : ορυκτό του χαλκού με βαθύ μπλε χρώμα .
Συνέχεια »ΑΖΩΪΚΟΣ
Αζωικός : ο χωρίς ίχνος ζωής , ο χωρίς ζωικά απολιθώματα .
Συνέχεια »