Αθρεψία : η ανεπαρκής λήψη τροφής , υποσιτισμός . Στην ιατρική είναι βαριά η μορφή της βρεφικής δυστροφίας .
Συνέχεια »ΑΘΡΟΟΣ
Αθρόος : αυτός που εμφανίζεται κατά σωρούς , σε αφθονία .
Συνέχεια »ΑΙΓΙΑΛΟΣ
Αιγιαλός : η ζώνη της ξηράς που περιβάλλει τη θάλασσα και βρέχεται από το μεγαλύτερο αλλά συνηθισμένο ανέβασμα των κυμάτων .
Συνέχεια »ΑΕΤΙΔΕΑΣ
Αετιδέας : το αετόπουλο .
Συνέχεια »ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΣ
Αειπάρθενος : αυτή που διατηρεί την παρθενική αγνότητα σε όλη τη διάρκεια της ζωής ( ως προσφώνηση της Παναγίας ).
Συνέχεια »ΑΕΙΠΟΤΕ
Αείποτε : πάντοτε , διαρκώς … ανέκαθεν , από πάντα , από παλιά .
Συνέχεια »ΑΕΙΦΑΝΗΣ
Αειφανής : αυτός που είναι πάντοτε ορατός .
Συνέχεια »ΑΕΙΦΟΡΙΑ
Αειφορία : η βασική αρχή της δασοπονίας , που αποσκοπεί στην απόδοση του ίδιου ποσού δασικών προϊόντων ετησίως ή κατά περιόδους .
Συνέχεια »ΑΕΙΦΥΛΛΟΣ
Αείφυλλος : αυτός που διατηρεί πάντοτε το φύλλωμά του .
Συνέχεια »ΑΕΡΑΓΗΜΑ
Αεράγημα : το στρατιωτικό άγημα που μεταφέρεται με αεροπλάνο ή ελικόπτερο .
Συνέχεια »ΑΕΡΑΚΑΤΟΣ
Αεράκατος : σκάφος μικρού βυθίσματος που προωθείται με έλικα και διευθύνεται με πηδάλιο αεροσκάφους .
Συνέχεια »ΑΕΡΓΙΑ
Αεργία : το να μην εργάζεται κανείς με προσωπική του επιλογή ( κυρίως από τεμπελιά ).
Συνέχεια »ΑΕΡΙΟΦΩΣ
Αεριόφως : το φως που παράγεται από φωταέριο .
Συνέχεια »ΑΕΡΟΒΑΜΩΝ
Αεροβάμων : αυτός που βρίσκεται εκτός πραγματικότητας .
Συνέχεια »ΑΔΟΛΕΣΧΙΑ
Αδολεσχία : η υπερβολική σε μάκρος , φλύαρη και κουραστική ομιλία .
Συνέχεια »ΑΕΡΟΒΙΟΣ
Αερόβιος : αυτός που χρειάζεται οξυγόνο για να υπάρξει ή να συντελεστεί .
Συνέχεια »