Γονατιστός, αυτός που ικετεύει γονατιστός .
Συνέχεια »ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟΣ
Αβάσιμος , μη πραγματικός .
Συνέχεια »ΑΞΕΣΤΟΣ
Απελέκητος , αμόρφωτος , αγροίκος .
Συνέχεια »ΆΟΚΝΟΣ
Ακούραστος , χωρίς φόβο , αποφασιστικός .
Συνέχεια »ΑΠΆΓΩ
Μεταφέρω μακριά , απομακρύνω αιφνιδίως .
Συνέχεια »ΆΠΑΞ
Μια φορά μόνο ( δια παντός = οριστικά ) .
Συνέχεια »ΒΑΘΥΚΡΗΜΝΟΣ
Αυτός που έχει βαθύς και απότομους γκρεμούς .
Συνέχεια »ΒΑΡΥΘΥΜΟΣ
Αγανακτισμένος , κατηφής , με κακή διάθεση .
Συνέχεια »ΑΛΟΙΔΟΡΗΤΟΣ
Αυτός που δεν κατηγορήθηκε .
Συνέχεια »ΑΝΤΑΓΟΡΕΥΩ
Αγορεύω εναντίον κάποιου .
Συνέχεια »ΑΛΩΒΗΤΟΣ
Ακέραιος , απείρακτος .
Συνέχεια »ΑΝΤΑΚΟΥΩ
Ακούω την απάντηση στα λόγια μου .
Συνέχεια »ΑΜΕΠΤΟΣ
Άψογος , ακατηγόρητος .
Συνέχεια »ΑΝΤΙΚΕΙΜΑΙ
Αντιστοιχώ , αντιτάσσομαι , ανθίσταμαι .
Συνέχεια »ΑΜΕΤΡΟΕΠΗΣ
Αχαλίνωτος , φλύαρος , αθυρόστομος .
Συνέχεια »ΑΝΤΙΠΑΡΕΡΧΟΜΑΙ
Πορεύομαι παράλληλα .
Συνέχεια »