Ντουρλάπι (το) = κακοκαιρία (από το αρχαίο «Δρόλαπας -ες»)
Συνέχεια »Μπρουτζιαλνώ
Μπρουτζιαλνώ (ρημ.) = φρυγανίζω (π.χ. ψωμί)
Συνέχεια »Μουσμουτεύου
Μουσμουτεύου (ρημ.) = ψιθυρίζω κατι στο αυτί για να μην με ακούσουνε
Συνέχεια »Μ’σόζουρλος
Μ’σόζουρλος (επιθ.) = μισόχαζος
Συνέχεια »Μίξαβους
Μίξαβους (επιθ.) = μιξιάρης
Συνέχεια »Μουζαβίρ’ς
Μουζαβίρ’ς (επιθ.) = ανακατωσούρας
Συνέχεια »Μιτζ’μένους
Μιτζ’μένους (επιθ.) = μεθυσμένος
Συνέχεια »Μόλ’τσα
Μόλ’τσα (η) = σκόρος Εκφραση = “μόλ΄τσα μι κουκούλ’ ” για γυναίκα στρίγγλα (χολέρα)
Συνέχεια »Μπουλάκιμ’
Μπουλάκιμ’ = μακάρι
Συνέχεια »Μπάριμ’
Μπάριμ’ = τουλάχιστον
Συνέχεια »Μαλλίτ΄κο
Μαλλίτ΄κο (επιθ.) = μάλλινο
Συνέχεια »Μπράμ
Μπράμ (τα) = καλά ρούχα, επίσημα
Συνέχεια »Μασλάτι
Μασλάτι (το) = καλαμπούρι, αστείο
Συνέχεια »Μπακράτσι
Μπακράτσι (το) = μεγάλο μαγειρικό σκεύος συνήθως χάλκινο
Συνέχεια »Μαρκάτ’
Μαρκάτ’ (το) = γιαούρτι
Συνέχεια »Μπράνγκις
Μπράνγκις (ο) = χειροπέδες
Συνέχεια »