Κόμπους = χρησιμοποιείται η έκφραση «έναν κόμπουν » = μια σταλιά, ελάχιστα
Συνέχεια »Μουφλιούϊζ’
Μουφλιούϊζ’ = κουτοπόνηρος
Συνέχεια »Λαχούρ’
Λαχούρ’ (το) = μακρύ μαντήλι, κασκόλ
Συνέχεια »Λιμαρά
Λιμαρά (η) = γιακάς
Συνέχεια »Λουζγιάζου
Λουζγιάζου = μπερδεύω
Συνέχεια »Λιαούντ’ς
Λιαούντ’ς (ο) = ο μικρόσωμος αλλά έξυπνος και αεικίνητος
Συνέχεια »Λιακούτια
Λιακούτια (τα) = άνοστα, νερόβραστα φαγητά
Συνέχεια »Λαγκιόλια
Λαγκιόλια (τα) = λοξές πιέτες
Συνέχεια »Κρέχτο
Κρέχτο (επιθ.) = δροσερό
Συνέχεια »Κουτσιαλουμένου
Κουτσιαλουμένου (επιθ.) = παγωμένο, κοκαλομένο
Συνέχεια »Κανάτ’
Κανάτ’ (το) = παραθυρόφυλλο
Συνέχεια »Κάν’ καντίπουτας
Κάν’ καντίπουτας (επιρ.) = τίποτα
Συνέχεια »Κιπέγκ’
Κιπέγκ’ (το) = ξύλινος πάγκος φούρνου που αραδιάζανε τα ψωμιά, πεζούλι
Συνέχεια »Κιουτεύου
Κιουτεύου (ρημ.) = λακίζω, υποχωρώ
Συνέχεια »Κριών΄ς, Κριωνάκος, Κριώναρος
Κριών΄ς, Κριωνάκος, Κριώναρος (ο) = αλήτης, συνήθως τα παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας που γυρνάνε στούς δρόμους
Συνέχεια »Κουταλεύου
Κουταλεύου (ρημ.) = ψάχνω
Συνέχεια »