Κατσιαούλια (τα) = σαγόνια
Συνέχεια »Κριτσιάν’
Κριτσιάν’ (το) = δριμύ ψύχος
Συνέχεια »Κιφσένκ’ους
Κιφσένκ’ους (ο) = νευρικός
Συνέχεια »Κανίσια
Κανίσια (τα) = τα δώρα που έστελναν οι καλεσμένοι στο γάμο
Συνέχεια »Κυρατζής
Κυρατζής (ο) = αγωγιάτης μεγάλων αποστάσεων
Συνέχεια »Καμάρωσιν τ’ς μασκαρέτις
Καμάρωσιν τ’ς μασκαρέτις (έκφραση) = πέθανε, τα τίναξε
Συνέχεια »Κρέχτο
Κρέχτο (επιθ.) = δροσερό
Συνέχεια »Κουτσιαλουμένου
Κουτσιαλουμένου (επιθ.) = παγωμένο, κοκαλομένο
Συνέχεια »Κανάτ’
Κανάτ’ (το) = παραθυρόφυλλο
Συνέχεια »Κάν’ καντίπουτας
Κάν’ καντίπουτας (επιρ.) = τίποτα
Συνέχεια »Κιπέγκ’
Κιπέγκ’ (το) = ξύλινος πάγκος φούρνου που αραδιάζανε τα ψωμιά, πεζούλι
Συνέχεια »Κιουτεύου
Κιουτεύου (ρημ.) = λακίζω, υποχωρώ
Συνέχεια »Καρκαλιέμαι
Καρκαλιέμαι (ρήμα) = γελώ (έντονα και με διάρκεια)
Συνέχεια »Καντίζου
Καντίζου (ρήμα) = βάζω ζάχαρη, ζαχαρώνω
Συνέχεια »Κουμάσι
Κουμάσι (το) = περιστερώνας
Συνέχεια »Καρούτα
Καρούτα (η) = πατητήρι σταφυλιών
Συνέχεια »