Καλίνκα (η) = το ρόδι
Συνέχεια »Ζντρόμπλα
Ζντρόμπλα (η) = η αγριόπαπια
Συνέχεια »Ζ’νάρι
Ζ’νάρι (το) = φαρδί μάλλινο ή υφασμάτινο ζωνάρι
Συνέχεια »Ζγκούραβου
Ζγκούραβου (το) = βρώμικο, λερωμένο
Συνέχεια »Ζαράλ’
Ζαράλ’ (το) = κουσούρι, πάθηση
Συνέχεια »Ζαρίζου
Ζαρίζου = βλέπω λίγο, διακρίνω
Συνέχεια »Ζλάπ’
Ζλάπ’ (το) = αγρίμι
Συνέχεια »Ζουρζουβίλτς΄
Ζουρζουβίλτς΄ (ο) = το αεικίνητο, άτακτο παιδί
Συνέχεια »Ζανάτ’
Ζανάτ’ (το) = επάγγελμα, δουλεία
Συνέχεια »Ζιντλάρ’ς
Ζιντλάρ’ς (ο) = κατα βάθος σημαίνει αυτός πού δεν έχει αξιοπρέπεια καί όχι ο κατώτερης κοινωνικής τάξεως άνθρωπος όπως ίσως πλατύτερα εννοείται
Συνέχεια »Ζαβός
Ζαβός (ο) = αλλήθωρος
Συνέχεια »Ζούμπουν
Ζούμπουν = ρίχνω κάτι στον αέρα π.χ. έριξιν τ’ς καραμέλις ζούμπουν στα μ’κρά
Συνέχεια »Ζάφτ’
Ζάφτ’ (εκφρ.) = χρησ. η έκφραση «κάμου ζάφτ΄» μαζεύω τα χρήματα, κάνω διαχείριση
Συνέχεια »Ζγιάζου
Ζγιάζου (ρημ.) = ζυγίζω. Επίσης επιφέρω χτύπημα αφού σημαδέψω κάτι από μακριά με όπλο, σφεντόνα, πέτρα
Συνέχεια »Ζούφλου
Ζούφλου (η) = καμωματού, χαριτωμένη. προέρχεται απο την αρχαία λέξη «συλφίς»
Συνέχεια »Ζγκούβω
Ζγκούβω (ρημ.) = σκύβω
Συνέχεια »