Γκουργκόλ’ (το) = η μπίλια , ο βώλος
Συνέχεια »Γκαργκούλ’
Γκαργκούλ’ (το) = μαντήλι κεφαλιού
Συνέχεια »Γκλιάγκουρας
Γκλιάγκουρας (ο) = μεγαλόσωμο παιδί από την κατασκευή του, που δεν του επιτρέπει να φαίνεται για παιδί ακόμα και αν είναι
Συνέχεια »Γκόλιαβους
Γκόλιαβους (επιθ.) = γυμνός, ακάλυπτος
Συνέχεια »Γριντιά
Γριντιά (η) = δοκός της στέγης. μεταφορικά και για ψηλό στήν κατασκευή άνθρωπο ή ξεροκέφαλο και δύστροπο άνθρωπο
Συνέχεια »Γκαβός
Γκαβός (ο) = τυφλός
Συνέχεια »Γκάλτσα
Γκάλτσα (η) = καρακάξα, κάργα
Συνέχεια »Γιλιός
Γιλιός (ο) = καμπούρα
Συνέχεια »Βαΐζου
Βαΐζου = γέρνω ή ξαπλώνω πρόχειρα για έναν σύντομο ύπνο
Συνέχεια »Γαρδαλώνου
Γαρδαλώνου (ρημα) = σκαλίζω κάτι με το δάχτυλο
Συνέχεια »Βιρανές, Βιράνγκους (ο)
Βιρανές, Βιράνγκους (ο) = άχρηστος, επιβλαβής, γρουσούζης και θηλυκό η βιρανιά.!!
Συνέχεια »Γούτσιος
Γούτσιος(ανδρ. όνομα) = Γιώργος
Συνέχεια »Βαρόσι (το)
Βαρόσι (το) = το κέντρο της πόλης. Μεταβυζαντινή λέξη που προέρχεται μάλλον απο την Ουγγρική λέξη Varos = άστυ
Συνέχεια »Βίλα (η)
Βίλα (η) = πηρούνι (ουγγρική λεξη)
Συνέχεια »Βαένι (το)
Βαένι (το) = βαρέλι
Συνέχεια »Βαρέλα (η)
Βαρέλα (η) = μεγάλο βαρέλι κρασίου
Συνέχεια »