Ανακούκουρα (επιρ.) = κάθομαι στά γόνατα μου
Συνέχεια »Αδέτ΄ς
Αδέτ΄ς = χωρίς
Συνέχεια »Απ΄κάζου
Απ΄κάζου (ρημ.) = γνωρίζω, καταλαβαίνω, μαθαίνω
Συνέχεια »Αζπόρτστους
Αζπόρτστους (επιθ.) = ακαλλιέργητος άνθρωπος, χωρίς τρόπους
Συνέχεια »Αδιασ΄κά
Αδιασ΄κά = βιαστικά
Συνέχεια »Αμπασκάλ΄
Αμπασκάλ΄ (η) = κόρφος
Συνέχεια »Αδρέϊνους
Αδρέϊνους (επιθ.) = ακαλλιέργητος
Συνέχεια »Αντηριούμι
Αντηριούμι (ρημ.) = ντρέπομαι, διστάζω
Συνέχεια »Αγροικώ
Αγροικώ = ξέρω, γνωρίζω, σκαμπάζω
Συνέχεια »Αντραλίζουμι
Αντραλίζουμι (ρημ.) = ζαλίζομαι
Συνέχεια »Αλιχτώ
Αλιχτώ (ρημ.) = γαυγίζω, ουρλιάζω
Συνέχεια »Άναφταν οι πουδές τ΄ς
Άναφταν οι πουδές τ΄ς (εκφρ.) = βιάζονταν
Συνέχεια »Αρνέκ΄
Αρνέκ΄ (το) = δείγμα, παράδειγμα
Συνέχεια »Ανταργιάζουμαι
Ανταργιάζουμαι (ρημ.) = αναστατώνομαι
Συνέχεια »Αμσίσ΄κα
Αμσίσ΄κα (ρημα) = αναφέρεται μόνο στον αόριστο και σημαίνει: σιχάθηκα, βαρέθηκα
Συνέχεια »Αυλαγάς
Αυλαγάς (ο) = μεγάλος πλατύς χώρος
Συνέχεια »