Στραβός (επιθ.) = τυφλός, αυτός που δεν βλέπει καλά
Συνέχεια »Σουλταρής
Σουλταρής (o) = ανεπρόκος (άτακτος που τριγυρνάει συνεχώς)
Συνέχεια »Σιαρσιάρου
Σιαρσιάρου (η) = δροσιστική βροχή
Συνέχεια »Σιαρσιαρίζου
Σιαρσιαρίζου (ρημ.) = δροσίζω
Συνέχεια »Σουλτόχιονο
Σουλτόχιονο (το) = έντονη χιονόπτωση
Συνέχεια »Σπουρλίτ΄
Σπουρλίτ΄ (το) = σπουργίτι
Συνέχεια »Συλλουΐζουμι
Συλλουΐζουμι (ρημ.) = σκέφτομαι, προβληματίζομαι
Συνέχεια »Σπάζου
Σπάζου (ρημ.) = τρυπώ με βελόνα, καρφίτσα
Συνέχεια »Σ’χαρίκια
Σ’χαρίκια (τα) = καλές ειδήσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ευχάριστες περιπτώσεις π.χ. αρραβώνες
Συνέχεια »Στινούρα
Στινούρα (η) = το πολύ στενό δρομάκι. π.χ. « ή στενούρα τ΄ Νταϊρούσ΄»
Συνέχεια »Ρίχνουμι
Ρίχνουμι (ρημ.) = πηδώ
Συνέχεια »Σακκούλ’
Σακκούλ’ (το) = Η σχολική τσάντα απο χοντρό πανί ή υφαντό. Την κρεμούσαν στον ώμο. Το ίδιο έπαιρναν και στα κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς για να βάζουν μέσα τα «κόλιαντα» και τα «σούρβα»
Συνέχεια »Ρουκόνω
Ρουκόνω (ρημ.) = χώνω
Συνέχεια »Σαλιάργια
Σαλιάργια (τα) = νόστιμα κοζανίτικα γλυκά σε σχήμα μελομακάρονου αλλά πιο μεγάλα και πασπαλισμένα με χοντρή ζάχαρη
Συνέχεια »Ροποτώ
Ροποτώ (ρημ.) = χοροπηδώ
Συνέχεια »Σουρίζου
Σουρίζου (ρημ.) = σφυρίζω
Συνέχεια »