Σαλιάργια (τα) = νόστιμα κοζανίτικα γλυκά σε σχήμα μελομακάρονου αλλά πιο μεγάλα και πασπαλισμένα με χοντρή ζάχαρη
Συνέχεια »Ροποτώ
Ροποτώ (ρημ.) = χοροπηδώ
Συνέχεια »Σουρίζου
Σουρίζου (ρημ.) = σφυρίζω
Συνέχεια »Ριζέδες
Ριζέδες (οι) = μεντεσέδες
Συνέχεια »Συμπλ’ώ
Συμπλ’ώ (ρημ.) = αρχαία ελλ. «συμπιλώ = συμπιέζω»
Συνέχεια »Ρουγκαλνώ
Ρουγκαλνώ (ρημ.) = ρεύομαι
Συνέχεια »Σουντώ
Σουντώ (ρημ.) = ορμώ
Συνέχεια »Συ’ίζουμι
Συ’ίζουμι (ρημ.) = συνγχίζομαι, στενοχωριέμαι. Συνήθως απο αιφνίδιο γεγονός
Συνέχεια »Σιβαίνου
Σιβαίνου (ρημ.) = μπαίνω μέσα
Συνέχεια »Σ’νί
Σ’νί (το) = ταψί
Συνέχεια »Σαλτανάτι
Σαλτανάτι (το) = περηφάνεια
Συνέχεια »Σιούσκα
Σιούσκα (η) = καρούμπαλο
Συνέχεια »Πατίκια
Πατίκια (τα) = ξύλινα τσόκαρα με λαστιχένιο λουρί
Συνέχεια »Παγουτή
Παγουτή (η) = κρύο, δρυμί ψύχος
Συνέχεια »Παραλαλώ
Παραλαλώ (ρημ.) = παραμιλώ στον ύπνο
Συνέχεια »Πουτιόλ’τς
Πουτιόλ’τς (ανδρ.όνομα) = Αποστόλης
Συνέχεια »