Πίπ’κα (επιρ.) = τα πίπκα = μπρούμητα
Συνέχεια »Πίπ’κα
10 Απριλίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Προσπάθεια δημιουργίας ενός κοζανητικού λεξικού με φράσεις και λέξεις από την όμορφη Κοζάνη.
10 Απριλίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Πίπ’κα (επιρ.) = τα πίπκα = μπρούμητα
Συνέχεια »10 Απριλίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Πιρδικλόνουμι (ρημ.) = μπευρδεύωμαι, σκοντάφτω
Συνέχεια »10 Απριλίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Πάσα μερά (εκφραση) = κάθε ημέρα
Συνέχεια »10 Απριλίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Πιλιγόδους (ο) = κουλούρα απο χοντρό και σπειροειδώς τυλιγμένο πανί που την έβαζαν στο κεφάλι για να στηρίζει το σινί
Συνέχεια »10 Απριλίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Πέτ’νους (ο) = κόκορας
Συνέχεια »10 Απριλίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Παπ’χάτ’ = από κάτω
Συνέχεια »10 Απριλίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Πραχαλνώ (ρημ.) = τρώω, καταβροχθίζω
Συνέχεια »10 Απριλίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Πουλιμώ (ρημ.) = πετάω κάτι μακριά
Συνέχεια »10 Απριλίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Παρα σ’καλνώ (ρημα) = χάνω τα λογικά μου. Συνηθως λέγεται : « του παρα σ’κάλτσ’ν» : τό ΄χασε
Συνέχεια »10 Απριλίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Πιντάργια (τα) = παιδικό παιχνίδι της εποχής με κέρματα (πενηντάρια)
Συνέχεια »10 Απριλίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Παταρά (η) = μπάτσος, σφαλιάρα
Συνέχεια »10 Απριλίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Πέρπιρας (ο) = πεταλούδα.
Συνέχεια »10 Απριλίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Παστός (ο) = χοιρινό λίπος
Συνέχεια »10 Απριλίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Πάλιαγκας (ο) = αράχνη
Συνέχεια »10 Απριλίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Πιτλίδες (οι) = κοζανίτικοι λουκουμάδες αλλα πλατύτεροι και μεγαλύτεροι, πασπαλισμένοι με μπόλικη ζάχαρη
Συνέχεια »10 Απριλίου, 2007Κοζανίτικο γλωσσάριο
Πογκοφωλιά (η) = ιστός αράχνης, αραχνοφωλιά
Συνέχεια »